Κατά μία έννοια, η πρωτοβουλία της Βρετανίδας πρωθυπουργού να ζητήσει ειδική λαϊκή εξουσιοδότηση για τη διαχείριση ενός τόσο σοβαρού εθνικού ζητήματος, όπως η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. -την οποία προκάλεσε ο προκάτοχός της, Ντέιβιντ Κάμερον- συνιστά δείγμα δημοκρατικής ευαισθησίας.
Ίσως το λάθος της να μην ήταν τόσο η προκήρυξη των εκλογών όσο η καταστροφική και ανερμάτιστη εκστρατεία. Η κάλπη έδειξε πως τα τρομοκρατικά χτυπήματα του Λονδίνου και του Μάντσεστερ δεν την ευνόησαν, αφού αποκάλυψαν τις ανεπάρκειες των βρετανικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Τα ποσοστά των Συντηρητικών όμως πήραν την κάτω βόλτα (και των Εργατικών την ανιούσα) όταν η Μέι αθέτησε στην τελική ευθεία των εκλογών τις δεσμεύσεις της γύρω από κοινωνικά ζητήματα, εξαγγέλλοντας άγριες περικοπές ζωτικών επιδομάτων σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Ειδικά η κατάργηση του λεγόμενου «επιδόματος άνοιας» (dementia tax) φανέρωσε ένα κυνικό και ανάλγητο νεοφιλελεύθερο πρόσωπο, που έστρεψε πολλούς συντηρητικούς συνταξιούχους -ακόμη και ψηφοφόρους του Brexit- κατευθείαν στους Εργατικούς του Τζέρεμι Κόρμπιν, μεγάλου κερδισμένου των εκλογών. Αν και πριν από το δημοψήφισμα του 2016 η Τερέζα Μέι ανήκε στους υποστηρικτές της παραμονής στην Ε.Ε., η πλειοδοσία της σε αντιευρωπαϊκές κορόνες, οι καταγγελίες σε βάρος των Ευρωπαίων ότι «απειλούν τη Βρετανία και παρεμβαίνουν στις εκλογές» και ιδίως η φράση «καλύτερα άτακτο Brexit παρά Brexit με κακή συμφωνία», τραυμάτισαν ολοφάνερα την αξιοπιστία της και αδυνάτισαν το πολιτικό της κεφάλαιο.
Το πιο εγκληματικό λάθος θα ήταν να πάει τώρα στις διαπραγματεύσεις του Brexit χωρίς στρατηγική και σχέδιο B, αν τυχόν τα πράγματα με τους Ευρωπαίους στραβώσουν άσχημα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μάρμαρο, εκτός από την ίδια, θα πληρώσει αναμφίβολα και ο βρετανικός λαός.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής