Η απώλεια του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, που έφυγε στα 77 του χρόνια στη Ρώμη, είναι δυσαναπλήρωτη τόσο για το ιταλικό όσο και για το παγκόσμιο σινεμά, καθώς ο κορυφαίος δημιουργός είχε ήδη από τη δεκαετία του ‘70 σπάσει τα σύνορα της χώρας του και γνώριζε μεγάλη επιτυχία διεθνώς.
Ο «Τελευταίος αυτοκράτορας» (1987) είχε αποσπάσει εννέα βραβεία Οσκαρ, ανάμεσά τους εκείνα της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Ηταν άλλωστε μια «επική» παραγωγή με γυρίσματα εντός της Απαγορευμένης Πόλης, πρώτη φορά που δόθηκε παρόμοια άδεια σε δυτική παραγωγή. Δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα βέβαια είχε συζητηθεί παγκοσμίως για το «Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» με τον Μάρλον Μπράντο και τη Μαρία Σνάιντερ. Και μόνο η σκηνή με το βούτυρο αρκούσε για να κάνει τον Ιταλό σκηνοθέτη πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο. Η περιβόητη σκηνή είχε εκ νέου έρθει στην επικαιρότητα πριν από πέντε χρόνια όταν ο Μπερτολούτσι είχε παραδεχθεί ότι δεν είχε ενημερώσει την πρωταγωνίστριά του ότι ο Μπράντο θα χρησιμοποιούσε βούτυρο στην εν λόγω σκηνή. «Το μοναδικό νέο στοιχείο ήταν το βούτυρο. Αυτό ήταν, όπως έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, το οποίο ενόχλησε τη Μαρία και όχι η βία που υπήρχε στη σκηνή και περιλαμβανόταν στο σενάριο της ταινίας», είχε πει ο Ιταλός δημιουργός, με τη Μαρία Σνάιντερ να υποστηρίζει οργισμένα μέχρι το τέλος της ζωής της το 2011 ότι είχε νιώσει σαν να τη βιάζουν.
Γεννημένος στην Πάρμα το 1941, εισήλθε γρήγορα στον κόσμο της μεγάλης οθόνης μέσω του φίλου του πατέρα του, Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 1961 ο 20χρονος τότε Μπερτολούτσι χρημάτισε βοηθός του Παζολίνι στο «Ακατόνε» και την αμέσως επόμενη χρονιά ο ίδιος ο ανατρεπτικός δημιουργός στήριξε τον Μπερτολούτσι για να γράψει το σενάριο της ταινίας «Βίαιος θάνατος» και να τη σκηνοθετήσει. Το 1964 υπέγραψε το «Πριν την επανάσταση» αφηγούμενος την ερωτική σχέση ενός νεαρού μαρξιστή με τη θεία του στη γενέτειρά του Πάρμα και στη συνέχεια συμμετείχε στη συγγραφή σεναρίων για ταινίες όπως το «Κάποτε στη Δύση» του Σέρτζιο Λεόνε. Μια ακόμα εμβληματική ταινία του, έντονα πολιτικοποιημένη, ήταν ο «Κομφορμίστας» με τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και τη Στεφανία Σαντρέλι, για το οποίο απέσπασε υποψηφιότητα για Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Οταν ο Γκοντάρ, που ο Μπερτολούτσι θαύμαζε απεριόριστα, είδε την ταινία, του άφησε ένα σημείωμα που είχε το πορτρέτο του Μάο και έγραφε: «Πρέπει να πολεμήσεις τον ατομικισμό και τον καπιταλισμό». Οργισμένος ο Ιταλός δημιουργός από την ανταπόκριση του Γκοντάρ, έσκισε το σημείωμα. «Μακάρι να μην το είχα κάνει αυτό. Θα ήθελα πολύ να το είχα τώρα σαν συλλεκτικό κομμάτι», έλεγε μετά από χρόνια μετανιωμένος. Σε εκείνη την ταινία συνεργάστηκε για πρώτη φορά στη φωτογραφία με τον Βιτόριο Στοράρο και μαζί υπέγραψαν σπουδαίες ταινίες στη δεκαετία του ‘70. Η επιτυχία του «Ταγκό» τού έδωσε τη δυνατότητα να έχει κορυφαίους ηθοποιούς στη διάθεσή του για την επόμενη ταινία του, το 300 λεπτών «1900», όπως ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο Μπαρτ Λάνκαστερ και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Άγιος Έρωτας: Η Θάλεια μένει φυτό, ο Βασιλάκης παράλυτος και η Χριστίνα κάνει έρωτα με τον εκβιαστή του Παύλου
Στο «Τσάι στη Σαχάρα» (1990) βάζει τον Τζον Μάλκοβιτς και την Ντέμπρα Γουίνγκερ σε μια δραματική αναδρομή της σχέσης τους καθώς ταξιδεύουν στις ερήμους της Βόρειας Αφρικής. Ακολούθησε μια σειρά από άνισες ταινίες, ενώ στους «Ονειροπόλους» (2003) προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιστρέψει στο στιλ και την ατμόσφαιρα των πρώτων ταινιών του από τη δεκαετία του ‘60. Παρά το γεγονός ότι για περισσότερα από δέκα χρόνια ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι εξαιτίας ανεπιτυχούς επέμβασης στη μέση του, υπέγραψε το «Εγώ κι Εσύ» (2012) που ήταν η τελευταία του ταινία, απογοητεύοντας όμως τους θαυμαστές του έργου του. Τον περασμένο Απρίλιο είχε δηλώσει σε συνέντευξή του ότι ετοίμαζε νέα ταινία.
Ο Μπερτολούτσι είχε βραβευθεί με τιμητικό Χρυσό Λέοντα και Χρυσό Φοίνικα για το σύνολο της προσφοράς του, ενώ είχε τιμηθεί και από την πατρίδα του με το Χρυσό Μετάλλιο της Τάξης του Πολιτισμού και των Τεχνών της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]