Με βάση τα σημερινά δεδομένα το θέμα είναι σοβαρό, αλλά όχι και ικανό να προκαλέσει ευρύτερη αποσταθεροποίηση, όπως ορισμένοι πολιτικοί -και κυρίως οικονομικοί- κύκλοι επιδιώκουν με κάθε τίμημα.
Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει απαντήσεις για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, ο ίδιος επίσης πρέπει να απευθυνθεί στην ΕΥΠ για να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους η Yπηρεσία Πληροφοριών προχώρησε σε αυτή την κίνηση, και συνολικά το πολιτικό σύστημα να διορθώσει τις αστοχίες και τα κενά στα ζητήματα ασφαλείας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει ότι με το ζήτημα των υποκλοπών «έπεσε από την Ακρόπολη και βρήκε πορτοφόλι», καθώς το θέμα αφορά τον πρωθυπουργό, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Οι πολίτες, ιδίως του Κέντρου, που κρίνουν τον νικητή στις εκλογές και εμπιστεύθηκαν τον Μητσοτάκη για τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν θέλουν να επιστρέψουν στην περίοδο Τσίπρα. Και μόνο που βλέπουν τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία, το μεταναστευτικό και τις αμυντικές συμφωνίες της χώρας απορρίπτουν κάθε σκέψη για «δεύτερη φορά Αριστερά». Οι δυσκολίες είναι μπροστά και στη σύγκριση καταλληλότητας μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα. Το προβάδισμα σε όλους τους τομείς διακυβέρνησης είναι συντριπτικό υπέρ του πρωθυπουργού.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Η κυβέρνηση κατάφερε να αντιμετωπίσει μεγάλες κρίσεις με θετικό πρόσημο. Η οικονομία πλέον τρέχει με ρυθμούς προ Μνημονίων και η αίσθηση ότι εφαρμόζεται ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας χωρίς τους τυχοδιωκτισμούς του 2015 αποτελεί τον ισχυρότερο σύμμαχο της κυβέρνησης και σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Οι συσχετισμοί δυνάμεων δεν θα αλλάξουν από το τηλέφωνο του Ανδρουλάκη, κανείς δεν θα ψηφίσει για αυτό το θέμα τον Τσίπρα, όταν μάλιστα επί δικής του διακυβέρνησης σημειώθηκε ρεκόρ παρακολουθήσεων. Το λάθος χρεώθηκε, αλλά ο λογαριασμός μεταξύ χρέωσης και πίστωσης βγαίνει στις κάλπες, και μέχρι τώρα το συν-πλην δεν είναι επιβαρυντικό για την κυβέρνηση. Προς απογοήτευση των γνωστών και μη εξαιρετέων κύκλων.
Ευαισθησίες αλά καρτ
Η κυβέρνηση δεν έχει κανέναν λόγο να επιτίθεται σε δημοσιογράφους, δουλειά της είναι να απαντά στα δημοσιεύματα τεκμηριωμένα και με στοιχεία. Αλλωστε, η μεγαλύτερη «ποινή» για έναν συντάκτη, και μάλιστα σε έντυπα του εξωτερικού, είναι η αποδόμηση του ρεπορτάζ του. Τελεία και παύλα. Οσο για τον αρθρογράφο, και μάλιστα guest, των «New York Times», και μόνο ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τον μετέτρεψε σε «σημαία» κατά του «καθεστώτος στην Ελλάδα» δείχνει τα πραγματικά αδιέξοδα της αντιπολίτευσης. Επειδή, όμως, έπεσε πολύ ευαισθησία τελευταία για την ελευθερία του Τύπου, επί χρόνια δεν είχαμε ακούσει κουβέντα από όσους φωνασκούν τώρα για τις διαρκείς, απροκάλυπτες και ολοκληρωτικού τύπου επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατά των μέσων ενημέρωσης.
Οσοι ανακάλυψαν τώρα τάχα πρακτικές Τραμπ, γνωρίζουν καλά, αλλά αποσιωπούν, ότι ο πιο πιστός αντιγραφέας του Τραμπισμού στα μέσα ενημέρωσης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που μιλάει για βοθροκάναλα, «πετσωμένα» Μέσα και αργυρώνητους δημοσιογράφους. Βέβαια, όσοι κατάπιαν την κάμηλο του Ινστιτούτου Φλωρεντίας για το κλείσιμο των τηλεοπτικών σταθμών, του Καλογρίτσα με την άδεια από τα δανεικά βοσκοτόπια, των συλλήψεων δημοσιογράφων κατόπιν απλής μήνυσης υπουργών και βουλευτών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., των ανοιχτών απειλών κατά δημοσιογράφων και των συνθημάτων στις δημόσιες συγκεντρώσεις για τους «αλήτες και τους ρουφιάνους», τώρα διυλίζουν τον κώνωπα. Αυτά, κι αν χρειαστεί θα επανέλθουμε.