Γράφει ο Δημοσθένης Δαββέτας*
Τις ίδιες μέρες, διαβάζω στον γαλλικό Τύπο σκέψεις διανοουμένων και κυβερνητικών Γάλλων αξιωματούχων περί υποχρεωτικής επαναφοράς των λατινικών στα σχολεία. Και τα δύο αυτά περιστατικά, ανάμεσα σε άλλα, είναι δείγματα του ενδιαφέροντος στη Γαλλία για τη γλωσσική παιδεία και τις επιπτώσεις απώλειάς της, λόγω της όλο και περισσότερο κυριαρχίας της τεχνικής γλώσσας στην καθημερινότητα.
Η γλώσσα είναι το πρόσωπό μας, το σπίτι μας, το σώμα μας, με άλλα λόγια ο εαυτός μας. Για να ’ναι πάντα ζωντανός αυτός, να ’ναι ενεργός σε καθετί νέο, καινοτόμο ή μη, χρειάζεται να ’χει γερές βάσεις. Μόνο όποιος έχει δυνατά γλωσσικά θεμέλια μπορεί να ’χει δυνατή πολιτιστική ταυτότητα, ικανή να συνδιαλέγεται δίχως φόβο με το διαφορετικό ή άγνωστο και να διευρύνεται έτσι η δυνατότητα ποιοτικών ανταλλαγών σ’ όλα τα επίπεδα ζωής.
Και τι πιο λογικό λοιπόν, οι Γάλλοι να θέλουν να προστατεύσουν τη γλώσσα τους, διατηρώντας ζωντανή τη σχέση με τις ρίζες της, τα λατινικά. Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι πολλοί διανοούμενοι, όπως ήταν η Ζακλίν ντε Ρομιγί ή ο Ζαν ντ’ Ορμεσον, μεταξύ άλλων, οι οποίοι επίμονα με δηλώσεις και άρθρα τους ζητούσαν την επιστροφή στα σχολεία, ως υποχρεωτική παιδεία, όχι μόνο των λατινικών, αλλά και της μητέρας αυτών, των αρχαίων ελληνικών.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Η γλώσσα είναι η πολιτιστική δυναμική ταυτότητα που έχουν ανάγκη οι νέοι για να έχουν αξίες και να προχωρήσουν με την αγάπη της αυτογνωσίας και όχι με την άγνοια που φέρνει μίσος στη ζωή τους. Εμείς τι κάνουμε; Ποια η σχέση μας με τα αρχαία ελληνικά, τη μητέρα των λατινικών και τη βάση των ευρωπαϊκών γλωσσών; Μήπως πρέπει να ξαναδούμε την περίπτωση επιστροφής τους στα σχολεία, ως βασικό μάθημα, το οποίο όμως θα διδάσκεται βιωματικά, ως παιχνίδι, ως παιδεία, που δίνει χαρά και μάθηση μαζί;
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου η ομιλία του πρώην προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας, του καθηγητή Αντωνίου Κουνάδη. Ενα πανάξιο, κατανοητό πόνημα, μια εργασία ουσίας, που αφήνει πολλές ενδείξεις ότι τα ελληνικά ως γλώσσα προϋπήρχαν του φοινικικού αλφαβήτου. Πώς θα μπορέσει ένας νέος να εμπλουτιστεί με τέτοιες χρήσιμες γνώσεις αν δεν γνωρίζει τις βάσεις της ελληνικής γλώσσας; Πώς θα μπορέσει να γίνει πιο πλούσιος και καλλιεργημένος σε ζητήματα παιδείας, σε προβληματισμούς, ερωτήματα κι ενδεχομένως απαντήσεις, ένας νέος που δίψα να μάθει, να ταξιδέψει και ν’ ασκηθεί πνευματικά, κάτι το οποίο γίνεται επίσης μέσα από την καλή χρήση και γνώση της γλώσσας;
Δίχως γλώσσα είμαστε δίχως σώμα, δίχως μυαλό, δίχως σπίτι, πολιτισμό και ταυτότητα. Αρα είμαστε ευάλωτοι σε κάθε μορφής αλλοτρίωση. Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι να χάσουμε τον ήδη γνωστό εαυτό μας, αλλά το πως χάνοντάς τον δεν παύουμε να σκεφτόμαστε (άρα να υπάρχουμε, όπως έλεγε κι ο Ντεκάρτ) και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τους νέους μας, άγνωστους ως τώρα σ’ εμάς, εαυτούς μας. Και μια τέτοια δημιουργική αντίδραση γίνεται μόνο μέσω της γνώσης της γλώσσας, που διεισδύει παντού, αντιστέκεται πολιτισμικά και ερευνά.
Από την έντυπη έκδοση