Γράφει ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος*
Ποια ήταν όμως αυτή η κανονικότητα; Μια πολιτική πραγματικότητα, στην οποία κεντρική θέση κατείχαν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, ομάδες πίεσης και αναβολές δύσκολων αποφάσεων για το μέλλον. Αυτή η κανονικότητα που αρχικά φαινόταν να αργεί, σήμερα πλέον έχει γίνει ξεκάθαρο ότι πέρασε ανεπιστρεπτί. Και αυτό όχι μόνο επειδή είναι διαφορετική η διεθνής κατάσταση, αλλά και διότι για τα διαχρονικά προβλήματα της χώρας, που δεν λύθηκαν δεν αρκούν περιορισμένες παρεμβάσεις.
Πρώτο από αυτά είναι το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το δημογραφικό αποτελεί πλέον πραγματική απειλή για την ίδια τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, ενώ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την υλοποίηση συνεκτικών πολιτικών ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με κυριότερο το ασφαλιστικό σύστημα. Βάσει των εκτιμήσεων της έρευνας, ο χρόνος που απομένει για να επιτευχθεί αναστροφή είναι περιορισμένος.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι ο πληθυσμιακός και οικονομικός υδροκεφαλισμός. Σύμφωνα με το Cologne Institute for Economic Research η χώρα μας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη οικονομική εξάρτηση από την περιοχή της πρωτεύουσας της, σε σχέση με όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η δημιουργία ανάπτυξης προϋποθέτει μια νέα διοικητική κουλτούρα και οικονομία, προκειμένου να αναπτυχθούν υποβαθμισμένες περιοχές και να ευημερήσουν οικονομικά κέντρα, που μένουν σήμερα αναξιοποίητα.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Ένα τρίτο ζήτημα είναι η έλλειψη παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα, που ξεκινά από την έλλειψη σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας. Αυτό οφείλεται τόσο στην -επί χρόνια- επικρατούσα αντίληψη ότι ο κόσμος της παιδείας λειτουργεί ανεξάρτητα από τον κόσμο της εργασίας, αλλά και στο γεγονός ότι η αγορά εργασίας παρουσίαζε στρεβλώσεις και αποκλεισμούς και πριν την κρίση. Σήμερα, δεκάδες χιλιάδες νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό, ενώ η εγχώρια επιχειρηματικότητα και οι ξένες επενδύσεις απωθούνται.
Κι ενώ καμία από αυτές τις αδυναμίες, αλλά και άλλες δεν θεραπεύεται, είναι πια πασίδηλο ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση και κινδυνεύει, να μείνει εκτός Ευρώπης και ευρώ. Όχι επειδή το επιλέγουν οι πολίτες της, αλλά επειδή δεν αντέχει. Δεν αρκεί να επιβραδύνει κανείς αυτή την πορεία, ούτε καν να τη σταματήσει. Αποδείχθηκε ότι τα μνημόνια που βασίζονταν στην υπερφορολόγηση, δεν σχεδιάστηκαν σωστά, ώστε να απαντούν στα προβλήματα της χώρας.
Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα το μνημόνιο, αλλά ποιος έχει κάτι διαφορετικό να προτείνει. Είναι πλέον απαραίτητος ένας ελληνικός οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση, ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο θα λαμβάνει υπ’ όψιν τη δημογραφική επιβίωση, την εγκατάλειψη της υπαίθρου, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των περιφερειών, αλλά και τη δυνατότητα της ελληνικής κοινωνίας να ισορροπήσει, ενώ θα εφαρμόζονται οι αλλαγές. Κατά κύριο λόγο να εξορθολογιστούν οι φόροι, ώστε να μπορούν να πληρώνονται.
Γι΄αυτό είναι απαραίτητο να συνηγορήσουν οι ψηφοφόροι που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, πιστεύοντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να υπερκεράσει τις οικονομικές ελίτ και τις ισχυρές συντεχνίες. Να συμμετέχουν σε μια συμμαχία με βάση την αλήθεια και τον ρεαλισμό που δεν θα απευθύνεται στις ισχυρές συντεχνίες, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα, αλλά στους πολλούς.
Η χώρα δεν χρειάζεται μόνο ένα νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο, χρειάζεται και ένα νέο πολιτικό πρότυπο. Χρειάζεται να εφεύρουμε μια «πολιτική του Μετα-Λαϊκισμού» που θα αποτυπώνεται σε μια ευθεία γραμμή χωρίς ζιγκ- ζαγκ. Ο δρόμος προς τη Μετα-μνημονιακή περίοδο της Ελλάδς, είναι προς την άλλη κατεύθυνση, από αυτή που βαδίζουμε. Είναι απαραίτητη όχι απλώς η αλλαγή πορείας, αλλά η αναστροφή.