Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Αφ’ ετέρου, γιατί πλέον προκαλεί γέλιο κάθε απόπειρα «πάταξης» της διαπλοκής από επίδοξους αρχαγγέλους της πολιτικής σκηνής. Και προκαλεί γέλιο, διότι όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι η οικονομία και η πολιτική είναι χώροι που αναπόφευκτα διαπλέκονται· γιατί σε όλον τον κόσμο έτσι γινόταν, έτσι γίνεται και έτσι θα γίνεται. Γιατί, έτσι είναι τα ανθρώπινα και γιατί ως αντικείμενα έχουν γενετήσια αλληλεξάρτηση. Παρακαλώ! μην εκπλήσσεσθε και μην μένετε άναυδοι, γιατί όλοι το γνωρίζουν, όλοι το κατανοούν, αλλά, όλοι καταφεύγουν στην λαϊκιστική υποκρισία της άγνοιας όταν συζητούνται παρόμοια θέματα.
Αν κάποιος ήθελε να κτυπήσει την διαφθορά που προκαλείται από την διαπλοκή -γιατί αυτό είναι το ουσιαστικό πρόβλημα-, δεν έχει παρά να καταθέσει νομοσχέδιο για την αλλαγή του Διοικητικού Συστήματος και αποκέντρωση των εξουσιών και των πόρων. Αυτό βέβαια, είναι θέμα άλλης τάξεως και απαιτεί σοβαρή ανάπτυξη, αλλά δεν είναι του παρόντος.
Αν κάποιος θέλει να κτυπήσει την διαφθορά, κατ’ αρχάς, θα μιλούσε επί του πραγματικού αναγνωρίζοντας και την δική του ευθύνη και θα εισήγαγε προς διαβούλευση ένα σχέδιο νόμου για την χρηματοδότηση των κομμάτων, των υποψηφίων κ.ο.κ., ένα σχέδιο νόμου για την αξιολόγηση και επιλογή υποψηφίων κ.λπ. κ.λπ.
Αλλά, όλη αυτή η ζαλάδα περί διαπλοκής, είναι το μελάνι της σουπιάς, είναι η εύκολη καταφυγή για να χαϊδέψουμε αφτιά· είναι ο άρτος και το θέαμα για το πόπολο και μιας και ο άρτος είναι δυσεύρετος, δώσε σανό που είναι και τζάμπα.
Και αγαπητέ αναγνώστη μου, να το πω ή μάλλον να το γράψω και αυτό: η εμπειρία στην χώρα μας υπαγορεύει ότι, όποιος φωνάζει συνεχώς και πιο δυνατά για τους κλέφτες, αυτός είναι συνήθως ο μεγαλύτερος!
Εύκολα, λοιπόν, κατανοεί κανείς γιατί οι πολίτες απέχουν από κάθε δημόσια συζήτηση, από κάθε πολιτική, συλλογική δράση και ενεργό ανάμειξη –εκτός βεβαίως, από όποιους «επενδύουν» σε αυτό-, ακόμη και από την κορυφαία πράξη ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, τις εκλογές.
Την τελευταία 10ετία, το φαινόμενο της υψηλής αποχής από τις εκλογές, βαίνει συνεχώς αυξανόμενο. Το πολιτικό σύστημα, όμως, δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται· δεν προσπαθεί καν να τείνει ευήκοον ους και οι «ελπιδοφόροι» νεοσσοί που αναφύονται, συνεχώς αποδεικνύουν ότι είναι τρισχειρότεροι από τους παλιούς αφού, εμφανίζονται ως απόρροια της εναγώνιας αναζήτησης για «νέους» και «νέα πρόσωπα», αδιακρίτως και άνευ όρων.
Και συνεχίζεται η ίδια πρακτική. Πρακτική κατασπατάλησης δισεκατομμυρίων εγκεφαλικών κυττάρων, χιλιάδων ωρών εργασίας προκειμένου να κατασκευασθεί μία ωραία ομιλία, ένα περίτεχνο κείμενο ή να αναδειχθεί η συμφερότερη οπτική της πραγματικότητας.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Όμως, όταν υπαναχωρήσει ο εντυπωσιασμός και επέλθει η καταλαγή της ηδονής των ακουσμάτων, όταν η εντύπωση της ατάκας παύσει και πέσει η αυλαία, οι πολίτες διαπιστώνουν ότι η ζωή τους δεν αλλάζει.
Παραμένουν τα ίδια αδιέξοδα:
Οι νέοι σπουδάζουν, μοχθούν αλλά θα συνεχίσουν να παραμένουν άνεργοι ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα εργασθούν σε άσχετο με τις σπουδές τους αντικείμενο (κατά κύριο λόγο σε κάποιο, ελέω ΕΣΠΑ, café). Διαφορετικά, θα μεταναστεύσουν ενώ εμείς θα δακρύζουμε υποκριτικά για «τα καλύτερα μυαλά που έφυγαν» –αν και μάλλον, κέρδος θα έχουν μεταβαίνοντες σε χώρες οργανωμένες και εν τάξει-, ενώ το πρότυπο που τους είχαμε δώσει ήταν μια καλούτσικη, καλή ή καλύτερη θεσούλα στο Δημόσιο.
Οι εργαζόμενοι με οικογένεια θα προσπαθούν να καταφέρουν να ισοσκελίσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Να καταφέρουν να καλύψουν υποχρεώσεις. Να πληρώσουν με τον μειωμένο μισθό –όταν υπάρχει κι αυτός-, τους οικιακούς λογαριασμούς, τους φόρους, τις σχολικές δαπάνες, τις δαπάνες για την απαραίτητη ξένη γλώσσα και τις δαπάνες φροντιστηρίων –αφού έχουμε υψηλού επιπέδου Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία, χωρίς κριτήρια αριστείας και έχουμε ξορκίσει με τον απήγανο τους ιδιώτες. Και παραπέμπονται στο απώτερο μέλλον τα παιδικά ή εφηβικά αιτήματα για ρούχα, παπούτσια ή εκδρομές, σε κάποιες περιπτώσεις και το ελάχιστο για μια έξοδο στην πλατεία της γειτονιάς.
… Και το βράδυ θα δαγκώνουν το μαξιλάρι τους, θα δακρύζουν από απόγνωση και θα σκέφτονται ότι «κάπως αλλιώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα»!
Οι συνταξιούχοι, θα προσπαθούν να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες –σε τροφή και φάρμακα-, αλλά και θα βουρκώνουν από την αδυναμία τους να κάνουν «κάτι περισσότερο» ώστε να βοηθήσουν, να υποστηρίξουν οικονομικά τα εγγόνια και τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους, τα οποία έχασαν ή δεν μπορούν να βρουν δουλειά, έχουν οικογένεια ή δεν μπορούν να φτιάξουν τη ζωή τους.
Οι επιχειρηματίες, του πραγματικού ιδιωτικού τομέα, όχι οι επιχειρηματίες-δημόσιοι υπάλληλοι, θα δίνουν τον άνισο και από χέρι χαμένο αγώνα με την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις «υπηρεσίες» και τους «αδέκαστους υπαλλήλους ή λειτουργούς» του Δημοσίου. Θα προσπαθούν να διαχειρισθούν πιστωτές και οφειλέτες με τους οποίους θα μοιράζονται την απόγνωση.
Απόγνωση για την μάταια προσπάθεια σε μία χώρα, η οποία στα δύσκολα, έψαχνε τον μεγαλύτερο (αυτ)απατεώνα, που θα έκλεβε τους δανειστές για να τον βάλει επικεφαλής στην διακυβέρνησή της.
Και στην θέση των προηγουμένων «ανάλγητων» έβαλε τους ιδεοληπτικούς, αβασάνιστους και τυχαίους άεργους λιμοκοντόρους της πολιτικής (κυρίως εκ Βορείων Προαστίων ορμώμενους). Οι μέχρι πρότινος περιθωριακοί πίστεψαν ότι ήρθε η ώρα να πάρουν την ρεβάνς από την κοινωνία που τους είχε στην ακρούλα της πολιτικής σκηνής και με πραγματικό μίσος για τους θεσμούς ξεκίνησαν σπουδαία επιχείρηση ευτελισμού και διάλυσής τους. Και αν αυτό γίνεται ενσυνείδητα, θα υπάρξει η αντιπαράθεση και τελικά θα βρεθούν ισορροπίες. Φοβούμαι όμως, ότι γίνεται από καθαρή, αγνή ηλιθιότητα. Ένα μείγμα πολιτικού –και όχι μόνον- καιροσκοπισμού και ιδεοληπτικής παθολογίας. Πράγμα απείρως χειρότερο και επικίνδυνο.
Διέξοδος, πάντως, από αυτή την καταθλιπτική περιπέτεια υπάρχει! Χρειάζεται απόφαση, και κατά μέτωπο σύγκρουση με τα προβλήματα. Έχει όμως κόστος και προϋποθέσεις. Να αναλάβουμε την ευθύνη έναντι του εαυτού μας και των νέων γενεών. Να σκεφθούμε σοβαρά, ποια είναι τα προβλήματα και να βρούμε λύσεις. Λύσεις που εξυπηρετούν το κοινωνικό όφελος και όχι την όποια ιδιωτική ή συντεχνιακή ιδιοτέλεια. Όπως έπραξε η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος. Οι επιλογές πολιτικών προσώπων, κομμάτων και αντιπροσώπων είναι το προϊόν των δικών μας προσδοκιών και κριτηρίων, δίχως φυσικά να απαλλάσσονται οι πολιτικές ηγεσίες από ευθύνες που κατά τεκμήριο έχουν. Ας προβληματιστούμε, όμως, με τι θέλουμε να αντικαταστήσουμε το «παλιό» και υπό ποιες προϋποθέσεις. Δυστυχώς, πολιτικό σύστημα χωρίς πολίτες δεν υπάρχει…