Ηλθε όμως η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να τα τινάξει όλα στον αέρα. Από τις περιβόητες «κόκκινες γραμμές» που έθετε στην περικοπή των συντάξεων και την επαναφορά της 13ης σύνταξης που υποσχόταν προεκλογικά ο κ. Τσίπρας με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, πολύ σύντομα πέρασε σε ένα πρωτοφανές πετσόκομμα στις αποδοχές των απόμαχων της εργασίας και ψήφισε ένα νόμο – τέρας, τον περιώνυμο νόμο Κατρούγκαλου, για τον επανυπολογισμό των συντάξεων και τη λεγόμενη προσωπική διαφορά που έφερε μεγάλες περικοπές και δημιούργησε συνταξιούχους δύο ταχυτήτων.
Τώρα η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι δεν θα εφαρμοστούν οι νέες μειώσεις στις παλαιές συντάξεις που η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία έχει ψηφίσει, και μάλιστα δύο φορές, καθώς το Euroworking Group στη χθεσινή συνεδρίασή του δεν προέβαλε ενστάσεις απέναντι στην εισήγηση ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να πετύχει τον δημοσιονομικό της στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ακόμα και χωρίς την περικοπή των συντάξεων το 2019.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η τελική απόφαση αναμένεται να ληφθεί στο Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου, όπως προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός, αφού τότε είναι προγραμματισμένο να συζητηθούν οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Ωστόσο, ακόμα και αν δεν ισχύσουν οι μειώσεις για τους παλαιούς συνταξιούχους, το γεγονός είναι ότι τα ποσά που χορηγούνται σε όσους βγαίνουν στη σύνταξη μετά την ισχύ του νόμου Κατρούγκαλου, δηλαδή μετά τον Μάιο 2016, είναι σημαντικά μικρότερα και οι νέοι δικαιούχοι θα διεκδικήσουν τη διαφορά.
Ο νόμος Κατρούγκαλου είναι βέβαιο ότι θα πέσει, μαζί με την κυβέρνηση που τον έχει θεσπίσει. Το πρόβλημα όμως τώρα είναι ότι πλέον θα χρειαστεί ένα νέο ασφαλιστικό, το οποίο θα πληρώσουμε όλοι πάρα πολύ ακριβά.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]