Γράφει η Ρένα Κληροπούλου
Κι όταν γινότανε πολύ , ξετρύπωνε απ’ τ’ ανοιχτό το παραθύρι της Άγιας Τράπεζας και ξεχυνόταν στο δάσος το πευκοφυτεμένο. Γύριζε πάλι εκεί απ’ όπου ήτανε φερμένο . Το αεράκι το ‘παιρνε θυμιάτιζε την πλάση κι όλα θυμίζαν σύνδεση , γαλήνη, αρμονία και φτερουγίσματα καρδιάς μες το κατακαλόκαιρο.
Πέντε…δέκα…εκατό …κεράκια καίγανε στο μπρούντζινο μανουάλι!
Ξάφνου ο Κάτω Κόσμος ο σαρκοβόρος άνοιξε διάπλατα την πόρτα της Κόλασής του . Και τότε άρχισε τρελός χορός του ανέμου , απειλητικό τέρας, σαν άνοιξε τους ασκούς του , άρχισε να σκορπίζει την καταστροφή και να διαλύει τη σύνδεση της Πλάσης αλύπητα . Κείνη την ίδια τη στιγμή , η ίδια η φωτιά που άναψε τα κεριά της εκκλησιάς θέριεψε , λυσσομάνιασε κι αντάριασε τη γαλήνη της γης . Τα δέντρα ένωναν τις κορυφές τους με τις σκεπές των σπιτιών σαν να ζητούσαν χάδι ασφάλειας , μα οι πύρινες γλώσσες της Κόλασης τα κατάπιναν ευκολότερα
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Κι όπου περνούσαν μαύριζαν του Σύμπαντος τα κάλλη, περνούσαν μέσα από αυλές , δρόμους , μικρά σοκάκια ,
καμπάνες , σειρήνες κι ουρλιαχτά , καπνός και μαύρος ουρανός ..έτσι κατάντησε με μιας το γήινο κομμάτι .
Αδηφάγα θεριά κατάπιναν αχόρταγα κείνα που η φύση έκανε χρόνια στοργικά να αναστήσει. Κι αίφνης ο κολασμένος σίφουνας μες το ξωκκλήσι μπαίνει και πίσω το ακολουθεί η φλόγα η μανιασμένη .
Πέντε…δέκα…εκατό …ήταν τα κεριά στο μπρούντζινο μανουάλι! Κι αρχίσανε να γέρνουνε το ένα προς το άλλο και τα κορμιά τους χύνονταν και σκύβανε ώσπου στο τέλος το ένα αγκάλιασε το άλλο κι όλα μαζί γινήκανε μια άψυχη μάζα .
Σταγόνες τους προλάβανε κυλήσανε στης Παναγιάς τα πόδια κι ύστερα όλα χάθηκαν…. του κάτω κόσμου η Κόλαση έσβησε τη ζωή τους . Ο χωροχρόνος μαρμάρωσε , η φύση βουβάθηκε κι όσα πουλιά απόμειναν για θάνατο θα κράξουν.
Δάκρυα , θρήνος , απόγνωση, φόβος , απώλεια , ερημιά, σιωπή……τίποτα δεν θυμίζει γη , τίποτα δεν θυμίζει ζωή πια και το θυμίαμα άλλαξε με την καμμένη σάρκα .
Γονάτισα και ψέλλισα ….γιατί, γιατί Θεέ μου !
Κι ύστερα σήκωσα στον ουρανό τα μάτια και το σώμα . Τον είδα πάλι γαλανό κι έμεινα ώρα εκεί πολλή κι αγνάντευα το άπειρο δίχως το βάρος στην καρδιά και στην ψυχή το μαύρο. Απόκαμα …πήγα να σηκωθώ , σαν κάτι με κρατούσε , θαρρείς και τέλειωνα κι εγώ , μα ήταν ουτοπία γιατί στ’ απέραντο σιέλ αρχίσανε να φτιάχνονται σύννεφα αφράτα μεγάλα και μικρά , κάτασπρα ναι, και καθαρά και ζωγραφίζανε Αγγελο που πάνω στις φτερούγες του στέκαν ολόρθα πέντε…δέκα…εκατό …κεριά . Οι φλόγες τους κοκκίνιζαν απ’ τ’ άλικο του ήλιου . Ούρλιαξα!!!!!!! δεν ξέρω …από χαρά, από φόβο μα κι από μήνυμα καλό που είναι ελπιδοφόρο. Προσπάθησα να τινάξω από πάνω μου κάθε απιστία, τη μαυρίλα μου και το ψυχοφθόρο πένθος μου και φώναξα με μια φωνή στεντόρεια ” Ο Πάνω Κόσμος νίκησε . λύτρωσε τα κεριά μας,τ’ άρπαξε απ’ τα μανουάλια μας μα τρυφερά τα στέριωσε στου Αγγέλου τα φτερά
στην αγκαλιά της Παναγιάς στη μνήμη τη δικιά μας “.
Στη μνήμη των συνανθρώπων μας που κάηκαν στις 23 Ιουλίου 2018 στο Μάτι της Αττικής .
Με σεβασμό και πόνο βαθύ γι αυτούς που επέζησαν.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]