Είναι προφανές ότι η πρόσφατη κόντρα με τους εταίρους λόγω της μη προηγούμενης συνεννόησης μαζί τους στο θέμα των παροχών αφενός μεν επέφερε ένα σημαντικό πλήγμα στην εμπιστοσύνη και αφετέρου χάθηκαν αρκετές εβδομάδες με αποτέλεσμα να μείνει πίσω η δεύτερη αξιολόγηση.
Το πρόβλημα μπορεί σήμερα να δείχνει ότι ξεπεράστηκε και η επεξεργασία των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να «ξεπάγωσε», ωστόσο απομένουν πλέον τρεις μόνο εβδομάδες πριν από την προσεχή συνεδρίαση του Εurogroup (26 Ιανουαρίου). Μέχρι τότε θα πρέπει να τα βρουν οι δανειστές (Ευρωπαίοι και ΔΝΤ) μεταξύ τους και στη συνέχεια με την κυβέρνηση.
Μια πρώτη σαφή εικόνα για το πού πάμε θα την έχουμε στη συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας (EWG) του Eurogroup, που θα πραγματοποιηθεί στις 12 Ιανουαρίου, για να προετοιμάσει τη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης. Στην εν λόγω συνεδρίαση θα διαπιστωθεί εάν υπάρχει δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας στο προσεχές Eurogroup. Σε περίπτωση που κριθεί ότι τα εμπόδια δεν είναι ανυπέρβλητα, τότε θα υπάρξει ένας τελικός γύρος διαπραγματεύσεων στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι τις 26 Ιανουαρίου.
Σχετικά με την ουσία των συζητήσεων, στα ανοιχτά θέματα της δεύτερης αξιολόγησης είναι το δημοσιονομικό κενό του 2018, το οποίο μπορεί να κλείσει σχετικά εύκολα δεδομένου ότι η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές είναι περίπου 200 εκατ. ευρώ, ποσό που μπορεί να βρεθεί χωρίς πρόσθετα μέτρα. Σε κάποια άλλα ζητήματα, όπως η αγορά ενέργειας, μπορεί επίσης να επιτευχθεί συμφωνία εύκολα.
Από εκεί και πέρα, παραμένει το «αγκάθι», που είναι ο καθορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, όπου θα κριθεί και η συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Οι διαπραγματεύσεις στο θέμα αυτό εξελίσσονται ταυτόχρονα τόσο στο εσωτερικό των δανειστών μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ όσο και των θεσμών με την κυβέρνηση.
Το βέβαιο είναι πως τον τελευταίο καιρό καταγράφεται μια σημαντική επιβάρυνση των σχέσεων του ΔΝΤ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Κομισιόν έχει βγει δημόσια υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα μπορεί να διασφαλίσει ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, χωρίς πρόσθετα μέτρα, κάτι που αντικρούει το ΔΝΤ, ζητώντας, εναλλακτικά, είτε ελάφρυνση του χρέους τώρα, πέραν των βραχυπρόθεσμων μέτρων, τα οποία ήδη αποφασίστηκαν, είτε δέσμευση από την κυβέρνηση και νομοθέτηση μέτρων ύψους 3,5-4 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να νομοθετήσει συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα τώρα, γιατί αν το κάνει θα πέσει την επόμενη μέρα. Αντίθετα, είναι έτοιμη να αποδεχθεί την επέκταση του δημοσιονομικού κόφτη μετά το 2018 και τον προσδιορισμό των τομέων παρέμβασης σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου για πλεόνασμα 3,5%. Στην ουσία μπορεί να μη λάβει μέτρα, αλλά θα δεσμεύσει με «κούρεμα» συντάξεων και μειώσεις μισθών στο Δημόσιο την επόμενη κυβέρνηση γιατί η συζήτηση αφορά το διάστημα από το 2019 και μετά.
Το ζητούμενο είναι πόσο μακριά θα πάει στις απαιτήσεις του το ΔΝΤ, γιατί βρίσκεται από θέση ισχύος με δεδομένη τη δέσμευση που έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ολλανδίας, ενώπιον των Κοινοβουλίων τους, για συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού στο πρόγραμμα. Μάλιστα, οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες του κόμματος της κ. Μέρκελ έχουν προειδοποιήσει την καγκελάριο ότι χωρίς το ΔΝΤ δεν πρόκειται να εγκρίνουν καμία συμφωνία για την Ελλάδα.
Το σενάριο να παραμείνει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ως τεχνικός σύμβουλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί, ωστόσο αυτό θα ήταν η έσχατη λύση στην περίπτωση που δεν θα επιτευχθεί συμφωνία, η οποία θα το έβαζε και χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα.
Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία τον Ιανουάριο, τα περιθώρια να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις τον επόμενο μήνα στενεύουν επικίνδυνα για καθαρά πολιτικούς λόγους.
Το 2017 είναι έτος εκλογών σε τρεις πολύ σημαντικές χώρες της ευρωζώνης, στην Ολλανδία (βουλευτικές στα μέσα Μαρτίου), στη Γαλλία (προεδρικές τον Μάιο) και στη Γερμανία (βουλευτικές τον Σεπτέμβριο). Και στις τρεις αυτές χώρες τα ακραία κόμματα, που αντιτίθεται από την αρχή σε διασώσεις χωρών όπως η Ελλάδα, βρίσκονται σε ανοδική πορεία και καμία από τις σημερινές κυβερνήσεις των τριών παραπάνω χωρών δεν θέλει να εμπλακεί το ελληνικό ζήτημα στην προεκλογική εκστρατεία. Με άλλα λόγια, είναι πολιτικά δύσκολο εάν δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέσα στο μήνα να συνεχιστούν οι συζητήσεις το Φεβρουάριο, δηλαδή μόλις δύο μήνες πριν από τις εκλογές στην Ολλανδία. Θεωρητικά μπορεί να συνεχιστούν, ωστόσο οι δανειστές θα είναι εξαιρετικά απαιτητικοί έναντι της κυβέρνησης.
Από την άλλη, το «πάγωμα» της δεύτερης αξιολόγησης μέχρι το φθινόπωρο είναι απαγορευτικό για την Ελλάδα, δεδομένου ότι η όποια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας έχει συνδεθεί με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, δύο εξελίξεις που θα στείλουν θετικά μηνύματα στις αγορές και τους ξένους επενδυτές.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής