Στο επίκεντρο μιας τέτοιας προετοιμασίας έχει τεθεί ξανά ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας ΕΚΠΑ, Σωτήρης Τσιόδρας. Ως επιστημονικός συνεργάτης του ΕΟΔΥ και πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, ο Σωτήρης Τσιόδρας υπήρξε πρωταγωνιστική φυσιογνωμία στην προσπάθεια της Ελλάδας να διαχειριστεί την κρίση του ιού SARS-CoV-2 μεταξύ 2020 και 2022, προσφέροντας καθοδήγηση στην κυβέρνηση και το κοινό.
Σήμερα εξακολουθεί να εργάζεται πάνω στη διαμόρφωση ενός πλήρους σχεδίου που θα θωρακίσει τη χώρα απέναντι σε μια πιθανή νέα πανδημία.
Κατά την ομιλία του στην Πανελλήνια Συνάντηση για το AIDS, τις Ηπατίτιδες και τα Αναδυόμενα Νοσήματα, ο καθηγητής τόνισε ότι η επιστημονική κοινότητα θεωρεί σχεδόν βέβαιο πως κάποια στιγμή θα εμφανιστεί μια νέα πανδημία.
«Δεν έχει σημασία ποια μέτρα λαμβάνονται στις πύλες εισόδου των χωρών, η διάδοση θα είναι ραγδαία», τόνισε ο ίδιος στηριζόμενος στην εμπειρία που αποκόμισε η Ελλάδα και ο κόσμος από την πανδημία του COVID-19.
Ωστόσο, παραμένει άγνωστο ποιο θα είναι το παθογόνο που θα την προκαλέσει ή πόσο σοβαρή θα είναι η υγειονομική απειλή. «Η παγκοσμιοποίηση, η ταχύτητα των μετακινήσεων και η συνεχής εμφάνιση νέων παθογόνων αυξάνουν την πιθανότητα μιας τέτοιας απειλής», όπως ανέφερε ο επιστήμονας.
Με βάση τις εμπειρίες από την πανδημία COVID-19, ο Σωτήρης Τσιόδρας υπογραμμίζει τη σημασία του σχεδιασμού και της έγκαιρης προετοιμασίας.
Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες, πρέπει να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε όποιο νέο παθογόνο εμφανιστεί, όπως είπε.
Ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας, εργάζεται ήδη εντατικά πάνω σε ένα Επιχειρησιακό Σχέδιο, το οποίο έχει καταρτιστεί ειδικά για να αντιμετωπιστούν πανδημικές καταστάσεις.
ΕΟΔΥ - κορονοϊός: 531 νέες εισαγωγές, 7 διασωληνώσεις και 27 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα
Το σχέδιο αυτό εξειδικεύεται για κάθε νοσοκομείο και δομή Υγείας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η βέλτιστη διαχείριση πόρων και προσωπικού.
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, υποστήριξε στην ίδια εκδήλωση, ότι το νέο σχέδιο στηρίζεται στα μαθήματα που αντλήθηκαν από την πανδημία COVID-19, με σκοπό τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος Υγείας.
«Περίπου κάθε 4-5 χρόνια έχουμε ένα νεοεμφανιζόμενο παθογόνο. Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το παθογόνο που θα προκαλέσει την επόμενη πανδημία, ούτε πόσο βαριά θα είναι», ανέφερε στην ομιλία του. Και πρόσθεσε:
«Εμείς πρέπει να κάνουμε ένα σχέδιο, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα τα σενάρια. Εν μέρει γνωρίζουμε πόσο γρήγορα θα εξαπλωθεί. Το ζήσαμε στον Covid και ξέρουμε ότι η εξάπλωση θα είναι ταχύτατη. Σήμερα, με την παγκοσμιοποίηση και την ταχύτητα στα ταξίδια, θα μεταδοθεί πάρα πολύ γρήγορα, όποια μέτρα και να πάρουμε στις πύλες εισόδου και υπάρχουν αποδείξεις γι’ αυτό», όπως επισήμανε.
Πώς θα γίνει η διαχείριση μιας πανδημίας
Το Επιχειρησιακό Σχέδιο του ΕΟΔΥ περιλαμβάνει τέσσερα διαφορετικά σενάρια, ανάλογα με τη σοβαρότητα της πανδημίας:
- Πράσινο Επίπεδο: Το σύστημα Υγείας λειτουργεί κανονικά, χωρίς διαταραχές.
- Κίτρινο Επίπεδο: Αναφέρεται σε μια πανδημία ήπιας σοβαρότητας, όπως η γρίπη H1N1. Σε αυτή την περίπτωση, η θνητότητα και ο δείκτης μετάδοσης (R0) είναι χαμηλά και οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) λειτουργούν στο 40-50% της δυναμικότητάς τους.
- Πορτοκαλί Επίπεδο: Η νόσος είναι μεγάλης σοβαρότητας, όπως ο COVID-19, και το σύστημα Υγείας δέχεται σημαντική πίεση. Οι ΜΕΘ λειτουργούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ενώ τα μέτρα περιορισμού είναι απαραίτητα.
- Κόκκινο Επίπεδο: Σενάριο πολύ μεγάλης σοβαρότητας, με θνητότητα μεγαλύτερη από 20% σε σχέση με τον COVID-19 και δείκτη μετάδοσης άνω του 3. Σε αυτή την περίπτωση, οι ΜΕΘ αυξάνουν τη δυναμικότητά τους κατά 40%, ενώ λαμβάνονται ακραία μέτρα για την αποφυγή της εξάπλωσης της νόσου.
Η ενίσχυση της επιδημιολογικής επιτήρησης και η διεξαγωγή τακτικών ασκήσεων αποτελούν επίσης προτεραιότητες του ΕΟΔΥ, καθώς η πανδημία COVID-19 απέδειξε την αναγκαιότητα της γρήγορης ανταπόκρισης και της αποτελεσματικής διαχείρισης.
Η δημιουργία ενός σύγχρονου Κέντρου Επιχειρήσεων, με τεχνολογία αιχμής, θα ενισχύσει περαιτέρω τις δυνατότητες του Οργανισμού να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές προκλήσεις, όπως κατέληξαν οι ομιλητές.