Σε αυτό το πλαίσιο 8 γυναίκες επιστήμονες απαντούν σε 8 κρίσιμα θέματα υγείας που αφορούν συνολικά την Καρδιαγγειακή Υγεία της Γυναίκας από την παιδική της ηλικία έως την εμμηνόπαυση.
Ποια η πρόληψη που πρέπει να ακολουθεί η γυναίκα από νεαρή ηλικία για την Καρδιαγγειακή της Υγεία;
Η αντίληψη ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα πληθυσμό χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, πρέπει να αναθεωρηθεί, καθ΄ όσον η καρδιαγγειακή νόσος στις γυναίκες έχει υψηλότερη θνητότητα απ’ ό,τι στους άνδρες, ενώ περίπου το 50% των γυναικών στην αναπαραγωγική ηλικία, έχουν ήδη κακή καρδιαγγειακή υγεία.
Η ανάγκη για μεγαλύτερη εγρήγορση και ενημέρωση για την σημασία της πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας, των απειλητικών για την ζωή καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, είναι απαραίτητη.
H Καρδιαγγειακή υγεία μπορεί να γίνει βέλτιστη με την επικέντρωση στις υπάρχουσες ιδιαιτερότητες του φύλου σχετικά με τους κύριους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, μεταβολικό σύνδρομο, οικογενής δυσλιπιδαιμία, κακή διατροφή, έλλειψη άσκησης, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και το οικογενειακό ιστορικό για καρδιαγγειακή νόσο.
Μοναδικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου για τις γυναίκες σε νεαρή ηλικία -όπως ιδιαίτερες συνθήκες κατά την κύηση (αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, ανεπιθύμητη έκβαση), ορμονικοί παράγοντες (λήψης αντισυλληπτικών φαρμάκων, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, πρόωρη εμμηνόπαυση), καρδιοτοξική χημειοθεραπευτική αγωγή ή ακτινοθεραπεία και ανοσολογικά νοσήματα (πιο συχνά στις γυναίκες-ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτις)- αυξάνουν τον μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας και αντιμετώπισης στις νέες γυναίκες.
Τροποποίηση του τρόπου ζωής με διακοπή καπνίσματος, συστηματική άσκηση, αποφυγή καθιστικής ζωής, διατήρηση του ιδανικού βάρους του σώματος, υγιεινός τρόπος διατροφής, μέτρια πρόσληψη αλκοόλ και άλατος, είναι απαραίτητα για την πρωτογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων από την νεαρή ηλικία γυναικών.
Παπαβασιλειου Μαρία, Καρδιολόγος, Διευθύντρια Κέντρου Υπέρτασης one-day clinic, Metropolitan General Hospital
Ποια είναι τα κύρια συμπτώματα του εμφράγματος στην γυναίκα; Γιατί η γυναίκα μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να έχει πιο δύσκολη πορεία από έναν άνδρα;
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Τα συχνότερα συμπτώματα του εμφράγματος δεν διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτά είναι έντονος πόνος ή δυσφορία στο στήθος αλλά συχνά περιγράφονται και ως σφίξιμο, κάψιμο ή πίεση βαθιά πίσω από το στέρνο. Συχνά ο πόνος αυτός επεκτείνεται στον λαιμό, την κάτω γνάθο, τους ώμους, τους βραχίονες και τους αγκώνες όπου αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική αντανάκλαση.
Κάποιες φορές ο πόνος επεκτείνεται ή και εντοπίζεται στην περιοχή του στομάχου και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην ξεγελαστούμε θεωρώντας τον πόνο αυτό έλκος ή γαστρίτιδα. Ο πόνος του εμφράγματος συνήθως συνδυάζεται με αίσθημα αδυναμίας, ωχρότητα, ναυτία και έντονη εφίδρωση. Στις γυναίκες ιδιαίτερα, το έμφραγμα εμφανίζεται κάποιες φορές με διαφορετικά από τα παραπάνω συμπτώματα. Έτσι μπορεί να εμφανίσουν ζάλη, δυσκολία στην αναπνοή, έμετο, λιποθυμία, αίσθημα κόπωσης ή ακόμα και αυπνία. Αυτό οδηγεί πολλές φορές σε υποεκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης τους. Τα παραπάνω συμπτώματα εύκολα αποδίδονται στις γυναίκες σε ψυχολογικά αίτια ή άγχος, με αποτέλεσμα να καθυστερούν να ζητήσουν βοήθεια από τον γιατρό και να καθυστερούν να λάβουν την σωστή θεραπεία, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ίδια τους την ζωή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι συνήθως οι γυναίκες εμφανίζουν έμφραγμα σε μεγαλύτερη ηλικία αλλά και σοβαρούς παράγοντες κινδύνου που οδηγούν σε αυτό, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρτασηκαι η υψηλή χοληστερίνη που μπορεί να παραμένουν χωρίς διάγνωση και θεραπεία για χρόνια, έχει σαν συνέπεια χειρότερη πορεία μετά από έμφραγμα σε σύγκριση με τους άνδρες. Οι γυναίκες θα πρέπει να αναζητούν άμεσα ιατρική βοήθεια εφ΄όσον νιώσουν τα παραπάνω συμπτώματα, να γνωρίζουν και να ‘’ακούν’’ το σώμα τους, να είναι ενημερωμένες για το κληρονομικό ιστορικό από την οικογένειά τους και ταυτόχρονα να μην αμελούν τακτικό έλεγχο των παραγόντων κινδύνου για έμφραγμα που προαναφέρθηκαν.
Άννα Δαγρέ MD, PhD, Επεμβατική Καρδιολόγος, Γ. Νοσοκομείο Ελευσίνας ‘ΘΡΙΑΣΙΟ’’, Πρόεδρος Ο.Ε Αιμοδυναμικής και Επεμβατικής Καρδιολογίας ΕΚΕ
Γιατί οι γυναίκες θεωρούνται ευάλωτη ομάδα για την καρδιαγγειακή τους υγεία; Τι διαφοροποιεί τα δυο φύλα στον καρδιαγγειακό τους κίνδυνο;
Οι καρδιαγγειακές νόσοι στις γυναίκες υποδιαγιγνώσκονται και υποθεραπεύονται τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και η ευαισθητοποίηση για τις καρδιαγγειακές νόσους στις γυναίκες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, τόσο οι ίδιες οι γυναίκες όσο και οι ιατροί εξακολουθούν να υποεκτιμούν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στις γυναίκες.
Εξαιτίας της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι οι γυναίκες προστατεύονται από τα οιστρογόνα μέχρι την εμμηνόπαυση, πολλές νεότερες γυναίκες θεωρούν λανθασμένα ότι είναι άτρωτες και ότι δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουν και να περιορίζουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους, όπως κάπνισμα, παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη, έλλειψη άσκησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου αυτών των γυναικών.
Όσον αφορά στα οξέα στεφανιαία σύνδρομα οι γυναίκες συχνά μπορεί να παρουσιάσουν διαφορετικά, μη τυπικά συμπτώματα σε σύγκριση με τους άνδρες. Δηλαδή, αντί του τυπικού θωρακικού-οπισθοστερνικού άλγους μπορεί να εμφανίσουν δύσπνοια, ναυτία, έμετο και άτυπο άλγος (π.χ. στην πλάτη ή το επιγάστριο) με αποτέλεσμα την υποδιάγνωση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων στις γυναίκες και την μη παροχή ή καθυστέρηση εφαρμογής της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής ή/και επεμβατικής αντιμετώπισης.
Επίσης και στις χρόνιες καρδιαγγειακές νόσους οι γυναίκες λαμβάνουν σε χαμηλότερο ποσοστό θεραπεία σύμφωνη με τις κατευθυντήριες οδηγίες, σε σύγκριση με τους άνδρες.
Επιπλέον δεν λαμβάνονται υπόψη οι σχετιζόμενοι με το φύλο παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η πρόωρη εμμηνόπαυση, ο διαβήτης και η υπέρταση κύησης, το ιστορικό πρόωρου τοκετού, το ιστορικό αποβολής, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το ιστορικό υστερεκτομής, η αυξημένη συχνότητα αυτοάνοσων νόσων στις γυναίκες αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει η ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας σχετικά με αυτούς τους ειδικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου στις γυναίκες.
Αναστασία Κίτσιου, Διευθύντρια, Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ Σισμανόγλειο
Κολπική μαρμαρυγή. Οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες για επιπλοκές;
Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί ένα συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα διεθνώς, αυξάνοντας το κόστος της νοσηλείας αλλά και της αποκατάστασης των ασθενών. Τελευταία τονίζονται ιδιαίτερα οι διαφορές μεταξύ των φύλων στην επίπτωση, την αντιμετώπιση και την πρόγνωση. Σε ασθενείς ηλικίας >75 ετών η επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες.
Οι γυναίκες με κολπική μαρμαρυγή έχουν πιο συχνά βαλβιδοπάθεια, στεφανιαία νόσο, και γενικά πιο πολλές συνοσηρότητες. Επιπλέον διαθέτουν πιο αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και θάνατο συγκριτικά με τους άνδρες. Για τον λόγο αυτό στον καθορισμό του σκορ κινδύνου για εμβολικό επεισόδιο (CHA2DS2 VASC), το γυναικείο φύλο αποτελεί έναν από τους παράγοντες κινδύνου. Οι γυναίκες έχουν πιο επιβαρυμένη συμπτωματολογία, πιο εκτεταμένα εγκεφαλικά επεισόδια και χειρότερη ποιότητα ζωής και πρόγνωση. Πιθανόν η αρνητική αναδιαμόρφωση του αριστερού κόλπου και η έκδηλη διαστολική δυσλειτουργία να παίζουν σημαντικό ρόλο στην συμπτωματολογία των γυναικών. Μετά την εμμηνόπαυση οι γυναίκες χάνουν την προστατευτική δράση των οιστρογόνων οπότε και ο κίνδυνος εμβολικού επεισοδίου είναι μεγαλύτερος. Ακόμα και οι θεραπευτικές στρατηγικές για την κολπική μαρμαρυγή διαφέρουν. Η επιλογή της καρδιομετατροπής και της κατάλυσης αποτελούν λιγότερο συχνές επιλογές ενώ η φαρμακευτική θεραπεία για τον έλεγχο συχνότητας ή η χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων αποτελούν πιο συχνές θεραπευτικές στρατηγικές. Οι γυναίκες γενικά δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στις πολυκεντρικές μελέτες για να εξαχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα. Απαιτείται πιο ενδελεχής έρευνα στηριζόμενη σε evidence base ιατρική για να εξηγηθούν οι διαφορές αυτές μεταξύ ανδρών και γυναικών με έμφαση κυρίως στην αντιμετώπιση είτε με φαρμακευτική αγωγή (αντιπηκτική αγωγή, αντιαρρυθμικά φάρμακα) είτε με επεμβατική προσέγγιση (κατάλυση κολπικής μαρμαρυγής, σύγκλειση του ωτίου του αριστερού κόλπου με συσκευή).
Αγγέλη Κωνσταντίνα, Καθηγήτρια Καρδιολογίας, Α΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΑ ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ
Η Καρδιακή Ανεπάρκεια στις γυναίκες έχει διαφορετικό πρόσωπο;
Η καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) είναι μια πολύ συχνή, χρόνια πάθηση που αντιμετωπίζεται με ιατρική βοήθεια. Στην ΚΑ, η καρδιά δεν μπορεί να παρέχει στο σώμα το αίμα που απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά, κύρια γιατί ο μυς της καρδιάς «αδυνατίζει», νεκρώνεται ή «σκληραίνει». Αποτέλεσμα είναι να εμφανιστούν δύσπνοια, εύκολη κούραση και κατακράτηση υγρών (πόδια, κοιλιά, πνεύμονες).
Οι ασθενείς με ΚΑ υπολογίζονται στο 1-2% του πληθυσμού παγκόσμια, παρουσιάζουν δραματική αύξηση τα τελευταία χρόνια, και περίπου το 50% αυτών είναι γυναίκες.
Όπως και με άλλες καρδιοπάθειες, τα αίτια της ΚΑ διαφέρουν μεταξύ γυναικών και ανδρών. Καταστάσεις που σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης ΚΑ στις γυναίκες είναι 1) Αρτηριακή Υπέρταση, 2) Σακχαρώδης Διαβήτης, 3) Κολπική Μαρμαρυγή (η πιο συχνή αρρυθμία σε άτομα >60 ετών), 4) Βαλβιδοπάθειες, 5) Παχυσαρκία και 6) Καρδιοτοξικότητα θεραπειών για καρκίνο μαστού. Αντίθετα η στεφανιαία νόσος είναι συχνότερο αίτιο ΚΑ στους άνδρες, παρότι οι γυναίκες που παθαίνουν έμφραγμα μυοκαρδίου έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για ΚΑ και άλλα καρδιαγγειακά επεισόδια από ό,τι οι άνδρες.
Επιπλέον, η ΚΑ επηρεάζει διαφορετικά τα δύο φύλα. Οι γυναίκες παρουσιάζουν ΚΑ σε μεγαλύτερη ηλικία (συνήθως >65 ετών), ενώ εμφανίζουν έναν ιδιαίτερο τύπο ΚΑ, στον οποίο η καρδιά έχει σχετικά καλή σύσπαση (δύναμη να στείλει αίμα στα όργανα), αλλά έχει ‘σκληρύνει’ και δεν μπορεί να ‘χαλαρώσει’ καλά για να γεμίσει με ικανή ποσότητα αίματος. Ο τύπος αυτός ΚΑ (με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης) είναι πιο δύσκολο να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Οι γυναίκες με ΚΑ έχουν πολύ περισσότερα συμπτώματα, λιγότερη αντοχή στην κούραση, νοσηλεύονται συχνότερα και έχουν συχνότερα κατάθλιψη. Αισιόδοξο είναι ότι οι γυναίκες ζουν λίγο περισσότερο και ανταποκρίνονται λίγο καλύτερα σε ορισμένες θεραπείες, ενώ τα περισσότερα από τα αίτια που τους προκαλούν ΚΑ, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προληφθούν.
Νάκα Κατερίνα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Καρδιολογίας, Β΄ Πανεπιστημιακή Κλινική, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Πολυκυστικές ωοθήκες και καρδιαγγειακός κίνδυνος: Υπάρχει σχέση;
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι από τις πιο συχνές ενδοκρινολογικές διαταραχές στις γυναίκες του οποίου η επίπτωση αυξάνει σταδιακά. Τα τελευταία χρόνια η νόσος αυτή βρίσκεται στο μικροσκόπιο των ερευνητών όσον αφορά τη συσχέτιση της με καρδιαγγειακά νοσήματα.
Παρόλο που οι κλινικές μελέτες δεν είναι ξεκάθαρες και σε πολλές τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν απόλυτα, θεωρείται ότι οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν άτομα αυξημένου κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και να τροποποιούνται νωρίς και επιθετικά οι συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου. Οι παράγοντες αυτοί συχνά είναι σημαντικοί και στη ρύθμισή τους πρέπει να δίνεται πρώτη προτεραιότητα αφού άλλωστε δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για το σύνδρομο. Καταρχήν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνδέεται με παχυσαρκία η οποία εμφανίζεται ήδη από την εφηβική ηλικία. Η παχυσαρκία αυτή καθαυτή είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επίσης, στους παθογενετικούς μηχανισμούς της νόσου, εκτός από την υπερανδρογοναιμία, συχνά συμμετέχουν διάφορες καρδιομεταβολικές παθολογικές καταστάσεις όπως η αντοχή στην ινσουλίνη, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης και υπέρταση. Τα παραπάνω αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν στη αθηρωμάτωση και κατ’ επέκταση στα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η υπερλιπιδαιμία σε αυτές τις γυναίκες συνυπάρχει σε ένα ποσοστό που φθάνει το 70% και δεν αφορά μόνο αύξηση των επιπέδων της LDL αλλά και μείωση των επιπέδων της HDL.
Ωστόσο, αν και οι περισσότερες μετα-αναλύσεις έχουν δείξει ότι αυτές οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στεφανιαίας νόσου, εμφραγμάτων μυοκαρδίου και εγκεφαλικών υπάρχει ανάγκη για το σχεδιασμό μεγαλύτερων και πιο μακροχρόνιων μελετών οι οποίες θα αναδείξουν καλύτερα τη συσχέτιση του συνδρόμου με τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Μαρκέτου Μαρία, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Καρδιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου Κρήτης
Τι πρέπει να προσέχει η γυναίκα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη;
Η περίοδος της κύησης είναι μια περίοδος γεμάτη χαρά και προσδοκία για την μελλοντική μητέρα. Υπάρχουν όμως κάποιες πληροφορίες απαραίτητες για τη φροντίδα της μητέρας, που τα τελευταία χρόνια είναι όλο και συχνότερα μεγαλύτερη σε ηλικία.
Το πιο σημαντικό είναι η ενημέρωση όλων των γυναικών που έχουν ιστορικό οποιασδήποτε καρδιαγγειακής νόσου, είτε συγγενούς είτε επίκτητης, πριν αποφασίσουν την εγκυμοσύνη να μιλήσουν με τον καρδιολόγο τους ο οποίος είτε θα τις παραπέμψει για περαιτέρω διερεύνηση είτε θα δώσει το πράσινο φως για την μελλοντική εγκυμοσύνη.
Το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες που έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες για καρδιαγγειακή νόσο όπως αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, αυξημένη χοληστερόλη, κάπνισμα και οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.
Τα τελευταία χρόνια πολλές γυναίκες υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Η ίδια η διαδικασία δημιουργεί κάποιες αλλαγές στην καρδιακή συχνότητα, την αρτηριακή πίεση και την καρδιακή λειτουργία ανάλογα με το πρωτόκολλο διέγερσης των ωοθηκών που συνήθως είναι πολύ μικρές και περνούν απαρατήρητες. Κατά τη διάρκεια της κύησης οι επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και σε γυναίκες χωρίς προηγούμενο καρδιολογικό ιστορικό είναι:
Υπέρταση κύησης, σακχαρώδης διαβήτης κύησης, προεκλαμψία/εκλαμψία, ελλιποβαρές νεογνό, καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη του νεογνού και τέλος θνησιγενές νεογνό. Όλες οι παραπάνω επιπλοκές αντανακλούν την αδυναμία των αγγείων του πλακούντα να ανταπεξέλθουν στην εγκυμοσύνη και αποτελούν σήμα κινδύνου για την μελλοντική καρδιαγγειακή υγεία της γυναίκας.
Έτσι στα σύγχρονα καρδιολογικά ιατρεία λαμβάνεται και το μαιευτικό ιστορικό των γυναικών. Σε περίπτωση επιπλοκών της κύησης θα πρέπει να τροποποιηθούν οι παράγοντες κινδύνου άμεσα μετά την κύηση: Έλεγχος αρτηριακής πίεσης, ρύθμιση σακχάρου και χοληστερόλης, διακοπή καπνίσματος, άσκηση και απώλεια βάρους αν χρειάζεται, υγιεινή διατροφή.
Η παρακολούθηση μετά την κύηση από καρδιολόγο καθορίζεται κατά περίπτωση.
Φρογουδάκη Αλεξάνδρα, Διευθύντρια ΕΣΥ. Β’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ
Πρόωρη εμμηνόπαυση. Μπορώ να πάρω θεραπεία υποκατάστασης; Αυξάνει τον καρδιαγγειακό μου κίνδυνο ή τον κίνδυνο για καρκίνο μαστού;
Οι γυναίκες σε πρώιμη εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και εγκεφαλικό επεισόδιο, λόγω της απώλειας της θετικής δράσης των οιστρογόνων. Πρώιμη είναι η εμμηνόπαυση που συμβαίνει πριν την ηλικία των 40 και αφορά το 1% των γυναικών.
Η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών δεν επιδεινώνει τον κίνδυνο καρδιοαγγειακής νόσου όταν ξεκινά πριν τα 60 έτη και 10 χρόνια από την εμμηνόπαυση.
Η χρήση ορμονοθεραπείας που περιλαμβάνει μόνο οιστρογόνο δεν επηρεάζει ή και ελαττώνει την πιθανότητα καρδιακού επεισοδίου. Ωστόσο αν περιέχεται και προγεσταγόνο τότε ο κίνδυνος μπορεί να αυξηθεί λίγο. Ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου μπορεί να αυξηθεί λίγο με την χορήγηση ορμονοθεραπείας από το στόμα όχι όμως και με την διαδερμική χορήγηση. Η διαδερμική χορήγηση είναι ασφαλής και σε γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος. Οι γυναίκες που έχουν επιβαρυντικό ιστορικό για θρομβοεμβολικό επεισόδιο συστήνεται ειδικός αιματολογικός έλεγχος πριν την έναρξη της θεραπείας. Ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού σε γυναίκες σε ηλικίες γύρω από την εμμηνόπαυση ποικίλει ανάλογα με τους επιβαρυντικούς παράγοντες. Οι γυναίκες που η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών μπορεί να έχει μεγαλύτερη επίπτωση στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι οι άτοκες ή αυτές που έγιναν μητέρες μετά τα 30, αυτές που έχουν πυκνούς μαστούς που υπάρχει οικογενειακό ιστορικό εμφάνισης του καρκίνου του μαστού ή ιστορικό καλοήθους νόσου του μαστού που όμως χρειάστηκε λήψη βιοψίας. Οι υπέρβαρες γυναίκες έχουν ήδη αυξημένο κίνδυνο και η λήψη ορμονοθεραπείας δεν αυξάνει τον κίνδυνο περαιτέρω ενώ σ’ αυτές με χαμηλό σωματικό βάρος μπορεί να το αυξήσει. Η δόση, ο τρόπος χορήγησης και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης θα πρέπει να εξατομικεύεται και να επανεκτιμάται σε σταθερά χρονικά διαστήματα Η διασφάλιση της ποιότητας ζωής με τη διατήρηση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας της γυναίκας μετά την εμμηνόπαυση είναι θεμελιώδης και αλλαγές του τρόπου ζωής όπως διακοπή καπνίσματος, άσκηση και προσεγμένη διατροφή θα πρέπει να ενθαρρύνονται.
Γκουζιούτα Αγγελική, Επιμελήτρια Α’ , Μονάδα Καρδιακής Ανεπάρκειας και Μεταμόσχευσης Καρδιάς, Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο