Η μεγαλύτερη χρονική περίοδος θηλασμού φαίνεται να μειώνει περαιτέρω τον κίνδυνο, αν και το όφελος δεν είναι μεγάλο μετά τους εννέα μήνες θηλασμού.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Σούζαν Τζόρνταν του ιατρικού ερευνητικού ινστιτούτου QIMR Berghofer Medical Research Institute στο Μπρισμπέιν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό μαιευτικής και γυναικολογίας Obstetrics and Gynecology, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, αξιολόγησαν στοιχεία από 17 επιδημιολογικές έρευνες από διάφορες χώρες.
Συνολικά αναλύθηκαν ιατρικά δεδομένα για πάνω από 26.000 γυναίκες που είχαν κάνει παιδί, από τις οποίες περίπου 9.000 είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο του ενδομητρίου.
Διαπιστώθηκε ότι ο θηλασμός σχετίζεται με κατά μέσο όρο 11% μικρότερο κίνδυνο της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου, σε σχέση με τις γυναίκες που απέκτησαν παιδί, αλλά ποτέ δεν το θήλασαν.
«Ο καρκίνος της μήτρας γίνεται συχνότερος και πρέπει να βρούμε τρόπους να τον προλάβουμε. Η νέα μελέτη μπορεί από μόνη της να μην πείσει τις γυναίκες να θηλάζουν, όμως συνεισφέρει στη γενικότερη εικόνα για τα οφέλη στην υγεία που προκύπτουν από τον θηλασμό», δήλωσε η Τζόρνταν.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC), ο καρκίνος του ενδομητρίου είναι ο τέταρτος συχνότερος καρκίνος μεταξύ των γυναικών στις ανεπτυγμένες χώρες.
Ο συγκεκριμένος καρκίνος επηρεάζεται από το επίπεδο των οιστρογόνων και οι εν λόγω θηλυκές ορμόνες μειώνονται στη διάρκεια του θηλασμού.
Είναι αξιοσημείωτο, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, ότι η μείωση του κινδύνου για καρκίνο της μήτρας χάρη στο θηλασμό είναι 28% στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1950, αλλά αμελητέα σε όσες γεννήθηκαν πριν το 1950, στοιχείο που πιθανώς αντανακλά τις διαφορές στις πρακτικές θηλασμού από τις γυναίκες διαφορετικών γενεών.
Οι επιστήμονες επεσήμαναν ότι απλώς και μόνο επειδή μία γυναίκα δεν θέλει ή δεν μπορεί να θηλάσει, δεν σημαίνει ότι θα αναπτύξει καρκίνο της μήτρας.
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ