Αριστουργήματα των Βαν Γκονγκ, Πικάσο, Μιρό, Γκογκέν, Τζακομέτι, Καντίνσκι, Τουλούζ-Λωτρέκ, ντε Κίρικο, Μονέ, Ντεγκά, Μπέικον, Σεζάν και Πόλοκ εκτίθενται στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ο διευθυντής του ιδρύματος, Κυριάκος Κουτσομάλλης, χαρακτήρισε το μουσείο «χώρο κοινωνικής ανεξιθρησκίας», ενώ η υπεύθυνη της συλλογής, Μαρία Κουτσομάλλη – Μορό, εξιστόρησε την ιστορία της συλλογής, η οποία ξεκίνησε το 1956 με έναν πίνακα του Ελ Γκρέκο.
«Αν υπάρχει ένα εμβληματικό έργο της σύγχρονης τέχνης είναι αυτό», σχολίασε ο πρωθυπουργός για τον πίνακα του Πικάσο «Γυμνή γυναίκα με σηκωμένα χέρια», κατά την ξενάγησή του στους χώρους του Μουσείου.
Εμβληματικό είναι και το έργο του Γκογκέν «Νεκρή φύση με γκρέιπφρουτ», το οποίο το ζεύγος Γουλανδρή προτίμησε σε δημοπρασία έναντι έργου του Ντελακρουά, προσφέροντας το αστρονομικό ποσόν για την εποχή εκείνη των 265.000 δολαρίων.
Στα σχόλια του γαλλικού Τύπου της εποχής αναφερόταν: «Ένας τρελός Έλληνας τίναξε την αγορά της τέχνης στον αέρα».
Ο πρωθυπουργός συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Μαρέβα Μητσοτάκη, ανέφερε ότι το Μουσείο αποτελεί σημείο συνάντησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την καθημερινή ποιοτική ψυχαγωγία, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως πως η φιλοσοφία του αποτυπώνει ακριβώς την αντίληψη της κυβέρνησης για τον Πολιτισμό.
Ο Πολιτισμός, υπογράμμισε, πρέπει να διαχέεται σε όλους τους πολίτες, να γίνεται μέρος της ζωής τους, να διευρύνει αθόρυβα τη σκέψη τους, το γούστο τους και τους ορίζοντές τους.
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι περισσότερα από 600 έργα, από το 1880 μέχρι το 1980, βρίσκουν τώρα μόνιμο τόπο διαμονής στην Αθήνα.
«Αριστουργήματα που για να θαυμάσει κανείς έπρεπε να ταξιδέψει σε δεκάδες πρωτεύουσες θα μας περιμένουν πλέον εδώ, στο Παγκράτι. Κι όχι μόνο, στους 11 ορόφους αυτού του μοντέρνου κτιρίου -που κράτησε τα στοιχεία ενός νεοκλασικού του μεσοπολέμου- θα εκτίθενται θαυμάσια έπιπλα, πορσελάνες, παραπάνω από 5.000 βιβλία τέχνης, όπως και σπάνια αντικείμενα», επισήμανε εξηγώντας αυτό το μουσείο προσφέρει στην Αθήνα μία ξεχωριστή θέση πια στον παγκόσμιο εικαστικό χάρτη, καθώς θα ενωθεί στο ίδιο τόξο με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, που εγκαινιάζεται το Φεβρουάριο, και με τη νέα Πινακοθήκη που ανοίγει ξανά τις πόρτες της το 2021.
Ο πρωθυπουργός απηύθυνε έκκληση στους σημαντικούς συλλέκτες σύγχρονης τέχνης να στηρίξουν από την προσωπική τους συλλογή τη μόνιμη έκθεση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ενώ είπε πως για τη χώρα μας ο Πολιτισμός μεταβάλλεται και σε μία δύναμη διπλής ανάπτυξης: «Οικονομικής όταν η τέχνη κλασική, σύγχρονη συνδυάζεται με την ιστορία και με το τουριστικό μας προϊόν, αλλά και κοινωνικής όταν διαμορφώνει καλλιεργημένους πολίτες ανοιχτούς σε νέα ερεθίσματα».
Επιπρόσθετα διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση θα ανταποκριθεί στα κεντρικά της καθήκοντα στον τομέα του πολιτισμού προσθέτοντας πως «σε αυτά ανήκει και η υποχρέωσή της να σταθεί δίπλα σε πολίτες που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες όπως η σημερινή». Συμπλήρωσε δε, ότι «η πολιτική του πολιτισμού θα πρέπει να πάψει κάποτε να ασκείται από κάποια κλειστά ιερατεία», και τόνισε πως η κυβέρνηση θα άρει κάθε κρατικό εμπόδιο.
«Ο πολιτισμός είναι οικουμενικός, για αυτό δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά κρατικός. Η διακίνησή του δεν μπορεί να αποτελεί το αποκλειστικό προνόμιο κρατικών υπηρεσιών», υπογράμμισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και έκλεισε την ομιλία του με μια φράση του μεγάλου ζωγράφου Marc Chagall, προσωπικού φίλου του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή από το 1967 μεχρι και τον θάνατό του το 1985: «Όταν δημιουργώ με την καρδιά σχεδόν όλα πάνε καλά, όταν δημιουργώ με το μυαλό σχεδόν τίποτα δεν βγαίνει».
«Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή δημιούργησαν με την καρδιά τους ετούτη τη συλλογή και με την καρδιά οι άνθρωποι του Ιδρύματος κάνουν σήμερα πράξη το όραμα που εκείνοι δεν πρόλαβαν να πραγματοποιήσουν. Τους είμαστε ευγνώμονες», ανέφερε ο πρωθυπουργός.
Για ένα όραμα και έργο ζωής, του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, που παίρνει «σάρκα και οστά», έκανε λόγο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, εγκαινιάζοντας το νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Παγκράτι.
Ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε την ανάγκη να διασφαλίσουμε, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, τη λειτουργία αυτού του εμβληματικού Μουσείου και αναφέρθηκε στο τεράστιο και πολύπλευρο έργο του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, καθώς και στην προσφορά τους στην Τέχνη.
Επισήμανε ότι ο Βασίλης Γουλανδρής αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα Έλληνα, ο οποίος πέτυχε στην οικονομική και επιχειρηματική του δραστηριότητα, όμως μεγάλο μέρος των όσων εξ’ αυτής αποκόμισε το προσέφερε, με ποικίλους τρόπους στην Πατρίδα μας.
Συγκεκριμένα, υπενθύμισε ότι ακολούθησε και προεξέτεινε με μεγάλη επιτυχία τη μοναδική παράδοση των εφοπλιστών, η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στο να μπουν τα θεμέλια και να κατακτήσει η ελληνική εμπορική ναυτιλία την παγκόσμια κορυφή, ενισχύοντας παραλλήλως, με καθοριστικό τρόπο, την εθνική μας οικονομία.
Επιπροσθέτως, υποστήριξε ότι στο πεδίο της Τέχνης κάλλιστα ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή πληρούν όλες τις προϋποθέσεις, ώστε να τους αναγνωρίζονται τα διακριτικά του σύγχρονου «Μαικήνα», καθώς η ανεκτίμητης αξίας συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης με ποιοτικά χαρακτηριστικά μοναδικότητας -και δη σε παγκόσμια κλίμακα- αποτέλεσε και αποτελεί την αντηρίδα, πάνω στην οποία στηρίζεται το έργο του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
«Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, εδώ στην Αθήνα, του οποίου την έναρξη λειτουργίας τελούμε σήμερα, “βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές”. Για να φθάσουμε, όμως, σε αυτή την κορύφωση, είχαν προηγηθεί λαμπρές ψηφίδες ενός ανεπανάληπτου μωσαϊκού Τέχνης, όπως είναι, ιδίως, μ’ επίκεντρο την ‘Ανδρο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, από το 1979, το Αρχαιολογικό Μουσείο, από το 1981 και η Νέα Πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, από το 1986. Σε αυτό, έκτοτε, οργανώνονται, κάθε καλοκαίρι, στην ‘Ανδρο οι παγκοσμίως γνωστές και καθιερωμένες διεθνείς εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών» σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος.
Αναφερόμενος στο πεδίο της κοινωνικής τους προσφοράς τόνισε ότι συνέβαλαν τα μέγιστα, ώστε να στηριχθούν αναρίθμητοι συνάνθρωποί μας, οι οποίοι βρίσκονταν και βρίσκονται σε μεγάλη ανάγκη, προσβλέποντας στην ουσία και όχι στην προβολή.
Κλείνοντας τον χαιρετισμό του απέτισε «τον οφειλόμενο φόρο τιμής στην μνήμη αλλά και στο παράδειγμα που μας κληροδότησαν ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή» και ευχήθηκε «αυτό το υπόδειγμα προσφοράς και ήθους να χαράζει και να φωτίζει δρόμους χρέους, τους οποίους θα ακολουθήσουν και άλλοι, πολλοί, άξιοι μιμητές».