Ο κ. Χατζηδάκης είπε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να παρακολουθήσω πια τις εξελίξεις, διότι από την πλευρά της κυβέρνησης δεν υπάρχει υπεύθυνη ενημέρωση. Ο πρωθυπουργός, σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, στα μέσα Νοεμβρίου, μας έλεγε ότι μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου θα κλείσει η αξιολόγηση, όχι ότι στόχος είναι να κλείσει η αξιολόγηση. Σήμερα, κατά σύμπτωση πάλι στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο πρωθυπουργός μας λέει ότι τις επόμενες ημέρες, αμέσως, μέσα στον Μάρτιο, στις αρχές Απριλίου, όλα θα πάνε καλά και θα κλείσει η αξιολόγηση. Τι να σας πω, ρωτήστε την κυβέρνηση. Εγώ εκείνο το οποίο βλέπω είναι ότι, ενώ εκτυλίσσονται όλα αυτά τα οποία περιέγραψα, την ίδια στιγμή η οικονομία πάει προς τα πίσω. Το τελευταίο τρίμηνο του 2016 η οικονομία ξαναγύρισε σε ύφεση και μάλιστα ήταν το χειρότερο τρίμηνο απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι της τελευταίας εικοσαετίας σε οπισθοδρόμηση, μόνο μέσα σε ένα τρίμηνο. Έχουμε εκροή καταθέσεων και πάλι, άνοδο των κόκκινων δανείων […] Η καθυστέρηση τελικά ακόμα και αν οδηγήσει οριακά σε κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα εδώ και εκεί τελικά τα όποια ικανοποιητικά αποτελέσματα και να υπάρξουν θα εξουδετερωθούν με την οπισθοδρόμηση της οικονομίας που θα στείλει ένα βαρύτερο λογαριασμό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις”.
“Η κυβέρνηση αντί να ωθεί τη χώρα προς τα εμπρός, την ωθεί προς τα πίσω. Γι’ αυτόν τον λόγο ζητάμε πολιτική αλλαγή, όχι από ‘βουλιμία’ για την εξουσία. Όσο παραμένει αυτή η κυβέρνηση τόσο αυξάνεται ο λογαριασμός και για την επόμενη κυβέρνηση, αλλά και για τη χώρα” επισήμανε ο κ. Χατζηδάκης και πρόσθεσε: “Βλέπω μια θεμελιώδη αντίφαση μετά το προηγούμενο Eurogroup. Κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός πανηγύρισαν ότι ήρθε το τέλος της λιτότητας. Εάν λοιπόν ήρθε το τέλος της λιτότητας διερωτώμαι για ποιον λόγο δεν κλείνουν την αξιολόγηση; Πώς γίνεται να συμβαίνουν ταυτοχρόνως και τα δύο; από τη μια πανηγυρισμοί για μια πολύ μεγάλη νίκη στο Eurogroup και από την άλλη πλευρά συνέχιση της μάχης εναντίον των ξένων, οι οποίοι θέλουν να επιβάλουν τη λιτότητα στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να ισχύουν και τα δύο. Και νομίζω ότι αυτό δείχνει ότι η κυβέρνηση, περισσότερο από την ουσία, ασχολείται με ένα παιχνίδι φθηνών εντυπωσιασμών”.
Αναφερόμενος στη στάση της ΝΔ, ο αντιπρόεδρος του κόμματος υπογράμμισε: “Εμείς ήμασταν που ψηφίσαμε το τρίτο μνημόνιο για να μην πέσει η χώρα στα βράχια. Εμείς ήμασταν – που δια του κυρίου Μεϊμαράκη τον Σεπτέμβριο του 2015 – που ζητήσαμε κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας […] Επέλεξε (ο κ. Τσίπρας) να συνεχίσει αυτή την αλλόκοτη συμμαχία με τον κ. Καμμένο”.
Σε ερώτηση σχετικά με το δημοσίευμα της εφημερίδας Documento, σύμφωνα με το οποίο ο αντιπρόεδρος του κόμματος Άδωνις Γεωργιάδης όταν ήταν υπουργός Υγείας ευνόησε τη φαρμακοβιομηχανία Novartis και τις εξηγήσεις που ζητάει η κυβέρνηση, ο κ. Χατζηδάκης απάντησε: ” Και να ήθελε κάποιος υπουργός να ευνοήσει φαρμακοβιομηχανίες και επί ΝΔ και επί ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνεται γιατί είναι σταθερές οι δαπάνες. Το κράτος πώς θα μπορούσε να δώσει 65 εκατομμύρια παραπάνω όταν έχει δεσμευτεί από τον προϋπολογισμό να δίνει ένα σταθερό ποσό, εδώ και χρόνια”.
Για την αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ολλανδία και την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, ο κ. Χατζηδάκης επισήμανε: “Απαιτείται επαγρύπνηση, οι περιστάσεις δεν είναι συνηθισμένες, υπάρχει αυτή η ένταση μεταξύ της Αγκυρας και της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. θεωρώ ότι η ένταση σχετίζεται με την Ολλανδία τουλάχιστον και με τις ολλανδικές εκλογές, οι οποίες διεξάγονται αυτή την εβδομάδα, αλλά χωρίς καμία αμφιβολία σχετίζονται και με τις πρακτικές της Τουρκίας, τις πρακτικές του κ. Ερντογάν, οι οποίες -ιδίως μετά το καλοκαίρι- έχουν βάλει την Τουρκία σε μια καινούργια αρνητική τροχιά σε σχέση με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα”.
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, ο κ. Χατζηδάκης τόνισε: “Η Ευρώπη των διαφορετικών ταχυτήτων είναι ήδη πραγματικότητα […] και φαίνεται, θέλουμε να πούμε ατυχώς; ατυχώς ότι αυτή θα είναι η κατάσταση. Επομένως, από την πλευρά τη Ελλάδας εκείνο το οποίο θα έπρεπε να διασφαλιστεί είναι ότι θα είμαστε στην πρώτη ταχύτητα. Και πρέπει πρώτα να το θέλουμε και μετά να το μπορούμε. Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι πολιτική βούληση και διοικητική ικανότητα. Διερωτώμαι αν η κυβέρνηση διαθέτει τόσο το ένα, όσο και το άλλο”.