Στο άρθρο του, με αφορμή το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου και την κρίσιμη καμπή των διαπραγματεύσεων, ο Έλληνας ευρωβουλευτής επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ΔΝΤ και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, κ. Σόιμπλε, οφείλουν να στηρίξουν την ανάλυσή τους στα τελευταία στοιχεία της Eurostat και της Κομισιόν και να αντιμετωπίσουν με ρεαλισμό το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, αποφεύγοντας υπερβολικές απαιτήσεις που θα καταστρέψουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην ελληνική οικονομία.
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης σημειώνει, επίσης, πως είναι προς όφελος τόσο της Ελλάδας όσο και των δανειστών να κλείσει η ψαλίδα των αποκλίσεων στις δημοσιονομικές εκτιμήσεις, ώστε η ελληνική οικονομία να συνεχίζει να ανακάμπτει και να παράγει θετικά αποτελέσμα
Αναλυτικά το άρθρο:
«Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει για πρώτη φορά από το 2010»
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών η ελληνική οικονομία πέρασε από το στάδιο της παρατεταμένης κρίσης στο στάδιο της σταθερής ανάκαμψης. Τα στοιχεία της Κομισιόν για την περίοδο 2016-18 έρχονται να επιβεβαιώσουν τις θετικές εξελίξεις, καθώς για το 2017 η ανάπτυξη προβλέπεται να είναι 2.7% και το 2018 3.1%. Το 2016, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 0.3%, με την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται για πρώτη φορά από το 2008, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ, που προέβλεπαν ύφεση -0.3% και -0.5% αντίστοιχα.
Ανάλογα θετικά είναι τα στοιχεία και για την ανεργία, καθώς από τα τέλη του 2014 μειώνεται με σταθερούς ρυθμούς, από το 27% στο 23.5% το τελευταίο τετράμηνο του 2016. Η πτωτική τάση αναμένεται να συνεχιστεί, ενώ μέχρι το τέλος του 2018, η Κομισιόν προβλέπει μείωση στο 20%. Ωστόσο, η ανεργία παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, αλλά συγκριτικά με την περίοδο 2009-14, υπάρχει σημαντική βελτίωση.
Τα σημάδια ανάκαμψης, οι προβλέψεις για αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, η μείωση της ανεργίας και τα θετικά βήματα στην ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της φορολογικής διοίκησης αποτελούν απόδειξη ότι κάτι αλλάζει. Η υπερ-απόδοση στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος -από τον στόχο 0.5% που προβλέπει η συμφωνία στο 2% που τελικά επιτεύχθηκε (τέσσερις φορές δηλαδή υψηλότερος) -άφησε χώρο στην κυβέρνηση για να παράσχει την εφάπαξ καταβολή ενός ενισχυτικού ποσού στους χαμηλοσυνταξιούχους τον περασμένο Δεκέμβριο και να «παγώσει» προσωρινά την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που φέρουν δυσανάλογα το βάρος της διαχείρισης του προσφυγικού.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα άμεσα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους αποφασίστηκαν και εφαρμόζονται από τους θεσμούς, εξέλιξη που ευνοεί τη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και κάνει τους επενδυτές να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι, κατά συνέπεια, σημαντικό να διατηρηθεί η οικονομική και πολιτική σταθερότητα και η ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει προσηλωμένη στη συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου, ώστε να βγει η χώρα από το καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης στα μέσα του 2018.
Είναι σημαντικό να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, η οποία εκκρεμεί από τα τέλη του 2016, και να επιτευχθεί ένας δίκαιος συμβιβασμός. Το ΔΝΤ και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, κ. Σόιμπλε, οφείλουν να στηρίξουν την ανάλυσή τους στα τελευταία στοιχεία της Eurostat και της Κομισιόν που αφορούν στις δημοσιονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και στην ικανότητά της να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα.
Είναι απαραίτητο οι θεσμοί να αντιμετωπίσουν με ρεαλισμό το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά και να αποφύγουν υπερβολικές απαιτήσεις -όπως νέες περικοπές και πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3.5% για τα επόμενα δέκα χρόνια- που θα καταστρέψουν την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και θα υπονομεύσουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα του ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι προς όφελος τόσο της Ελλάδας όσο και των δανειστών να κλείσει η ψαλίδα των αποκλίσεων στις δημοσιονομικές εκτιμήσεις, ώστε η ελληνική οικονομία να συνεχίζει να ανακάμπτει και να παράγει θετικά αποτελέσματα.
Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει την ανάπτυξη ενός φιλο-αναπτυξιακού πακέτου πολιτικής, που θα αυξήσει το ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια, διασφαλίζοντας τη φορολογική συνέπεια και τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Σε αυτό το επίπεδο, η ανάπτυξη του συστήματος χρήσης των καρτών είναι σημαντική, ενώ η βελτίωση της απόδοσης της φορολογικής διοίκησης έχει συμβάλλει στην ταυτοποίηση περιπτώσεων φοροδιαφυγής. Το μείγμα πολιτικής που προτείνει η ελληνική πλευρά έχει γίνει αποδεκτό από την Κομισιόν και τον ESM, με αμφότερους τους θεσμούς να πιέζουν για ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε ότι η διάσταση απόψεων και θέσεων μεταξύ των δανειστών δεν έχει να κάνει με την απόδοση της ελληνικής οικονομίας και την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων. Είναι κοινός τόπος ότι η Ελλάδα τα καταφέρνει καλύτερα από ό,τι αναμενόταν, με τις καθυστερήσεις να έχουν έντονη πολιτική χροιά. Εν μέσω εκλογικών αναμετρήσεων και αντικρουόμενων συμφερόντων στην Ευρώπη, αποτελεί πρόκληση να αναζητήσουμε μια λύση που θα κρατά την ΕΕ ενωμένη απέναντι στον λαϊκισμό, τις αντι-ευρωπαϊκές και ακροδεξιές δυνάμεις.»