Ο Κωστής Στεφανόπουλος ήταν σε πολύ σοβαρή κατάσταση και δεν ανταποκρινόταν στα φάρμακα που του χορηγούσαν οι γιατροί.
Η διάγνωση των γιατρών ήταν ότι ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αμφοτερόπλευρη πνευμονία. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν που εξέδωσε το νοσοκομείο το Σάββατο, ο Κωστής Στεφανόπουλος εισήχθη στο νοσηλευτικό ίδρυμα την περασμένη Πέμπτη, εμπύρετος και με σοβαρή αναπνευστική δυσχέρεια. «Παρά την εντατική θεραπευτική αγωγή, η κλινική του εικόνα βαίνει επιδεινούμενη με ανεπάρκεια πολλών οργανικών συστημάτων», έγραφε το ανακοινωθέν, το οποίο υπέγραφε ο θεράπων γιατρός Αντώνιος Δημητρακόπουλος, τομεάρχης Παθολογικού Τομέα του «Ερρίκος Ντυνάν» και διευθυντής του Γ’ Παθολογικού Τμήματος. Το ανακοινωθέν κατέληγε πως «η κατάσταση της υγείας του κρίνεται (σ.σ.: το Σάββατο) ως ιδιαιτέρως κρίσιμη».
Η Ιστορία έγραψε: ουσιαστικός, συνεπής, συνετός
Ενας ιστορικός κύκλος έκλεισε με το «ταξίδι» του Κωστή Στεφανόπουλου στην αιωνιότητα: Ρήτορας και ουσιαστικός, συνεπής και συνετός, πολιτικός άνδρας με δωρικό τρόπο ζωής, κατά τη θητεία του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα ενέπνευσε με το ήθος, την ευπρέπεια και την απλότητά του το σεβασμό και την εκτίμηση, και έμεινε στην Ιστορία με τον πατριωτικό λόγο που απηύθυνε προς τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μπιλ Κλίντον κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, το 1999.
Γεννημένος στην Πάτρα το 1926, άριστος μαθητής με διακρίσεις στην κολύμβηση και την υδατοσφαίριση, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε με τα κοινά το 1958 με την ΕΡΕ και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας στις εκλογές του 1964. Εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία και εξελέγη βουλευτής το 1974, συμμετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ενώ στις εκλογές του 1977 ανέλαβε υπουργός Προεδρίας έως το 1981. Στη Βουλή που σχηματίστηκε από τις εκλογές διετέλεσε γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος.
Δυναμικός και πιστός στις αρχές και τις αξίες που πρέσβευε, ο Κωστής Στεφανόπουλος διεκδίκησε δύο φορές την ηγεσία της Ν.Δ. Μία με εσωκομματικό αντίπαλο τον Ευάγγελο Αβέρωφ και τη δεύτερη έχοντας «απέναντι» τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Μετά τις εκλογές του 1985, αποχώρησε από τη Ν.Δ. μαζί με εννέα βουλευτές και στις 6 Σεπτεμβρίου 1985 ίδρυσε τη ΔΗΑΝΑ (Δημοκρατική Ανανέωση).
ΔΗΑΝΑ: «Μπαίνουμε στο ενδιάμεσο των δύο μονομάχων»
Οι στρατηγικές που εφάρμοσε η ΔΗΑΝΑ προκειμένου να τοποθετηθεί στο ιδιαίτερα πολωμένο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 ήταν η διεκδίκηση της συνέχειας τους καραμανλικού «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού» και η αναγκαιότητα χάραξης εθνικής και υπερκομματικής πολιτικής για τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Στην πρώτη επίσημη δημόσια εμφάνισή του, ο πρόεδρος της ΔΗΑΝΑ δήλωσε: «Μπαίνουμε στο ενδιάμεσο των δύο μονομάχων. Δεν είμαστε σοσιαλδημοκράτες και δεν εντασσόμαστε σε καμιά παραδοσιακή ταμπέλα». Ο Κωστής Στεφανόπουλος κατήγγειλε το δικομματισμό και επικαλέστηκε ένα «νέο πολιτικό ήθος», το οποίο συνίσταται «στην ανανέωση και την αναβάθμιση του πολιτικού σκηνικού, στην πολιτική αλήθεια και την ανάπλαση της Δημοκρατίας».
Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Ιουνίου 1989, η ΔΗΑΝΑ εξέλεξε τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο στην Α’ Αθηνών με ποσοστό 1,01% και κέρδισε την είσοδό της στο Ευρωκοινοβούλιο. Στις εκλογές του 1990 εξελέγη στο υπόλοιπο Αττικής ο Θεόδωρος Κατσίκης, ο οποίος λίγο αργότερα προσχώρησε στις τάξεις τη Ν.Δ., δίνοντας στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη την πλειοψηφία των 151 βουλευτών και αφαιρώντας με αυτό τον τρόπο από τη ΔΗΑΝΑ την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση. Οταν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1994 ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος δεν εξελέγη, δήλωσε την απόσυρσή του από την ενεργή πολιτική ζωή και τα ανώτερα όργανα του κόμματος αποφάσισαν την αυτοδιάλυση της ΔΗΑΝΑ.
Σταϊκούρας: Ο απολογισμός του 2024 και οι προτεραιότητες για το 2025 σε υποδομές και μεταφορές
«Δεν δικαιούται κανείς να απογοητεύεται από την ψήφο του λαού. Πρέπει από την αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας να περιμένει και να γνωρίζει ότι ο λαός ανά πάσα στιγμή μπορεί να μην επιδοκιμάσει τη δική του πολιτική στάση. Συνεπώς ήταν απλώς μια διαπίστωση, δεν ήταν καμία πικρία έναντι της στάσεως του λαού όταν κατεψήφιζε είτε εμένα προσωπικά είτε το κόμμα το οποίο είχα ιδρύσει», είχε δηλώσει ο Κωστής Στεφανόπουλος (2 Ιουλίου 2000 «Εψιλον»).
Στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα
Εν όψει των προεδρικών εκλογών του 1995, ο Κωστής Στεφανόπουλος προτάθηκε ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την Πολιτική Ανοιξη. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους, ως ο πέμπτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος και διαδέχθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επανεξελέγη στις 8 Φεβρουαρίου 2000 με την πρώτη ψηφοφορία, αφού έλαβε 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 12 Μαρτίου 2005.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του κατάφερε να προσδώσει νέα αίγλη στο θεσμό του Προέδρου και να συγκεντρώσει πολύ μεγάλη δημοτικότητα από τον ελληνικό λαό.
Υπηρέτησε με άψογο τρόπο το θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ενώ οι καλές σχέσεις του με την Εκκλησία δεν τον εμπόδισαν ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απορρίψει το αίτημα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου – συνοδευόμενο από εκατομμύρια υπογραφές- για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες (29 Αυγούστου 2001).
Μια εβδομάδα πριν κλείσει η θητεία του, δήλωσε με αφορμή την κρίση στη Δικαιοσύνη και την Εκκλησία: Να καθιερώσουμε μια άλλη ποινή την οποία θα απαγγέλλουν τα δικαστήρια. Ηθική ποινή. Να κηρύσσεται ανάξιος και αχρείος όποιος κάνει τέτοιες πράξεις. Και να μην αναφέρεται μόνο στους δικαστές αλλά και σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς, οι οποίοι χρησιμοποιούν το λειτούργημά τους για να πλουτίσουν».
Το εγκώμιο του Κωστή Στεφανόπουλου έπλεξε η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» με αφορμή τα 90ά γενέθλια του Ελληνα πολιτικού (15 Αυγούστου 2016): «Οπως και ο Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ στη Γερμανία, έτσι και ο Ελληνας πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος μπήκε με μια ομιλία του στα βιβλία της Ιστορίας. Ηταν το 1999, όταν ήταν στην Αθήνα ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον. Ο Στεφανόπουλος επέκρινε το γεγονός ότι -και δεδομένων των 500.000 θυμάτων του πολέμου μεταξύ 1941 και 1944- δεν αναγνωρίστηκε επαρκώς η συνεισφορά της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (…) Ο Στεφανόπουλος, ο οποίος εγκαινίασε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα, είναι ένα πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής στην Ελλάδα. Δεν ήταν ποτέ μπλεγμένος σε σκάνδαλα (…) Η υψηλή δημοτικότητά του οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν ήταν πλέον στην ενεργό πολιτική όταν ξέσπασε η κρίση. Γεννήθηκε το 1926 στην Πάτρα, σπούδασε Νομική στην Αθήνα, έζησε μετά το πραξικόπημα του 1967 στο Παρίσι και επέστρεψε το 1974 στην Ελλάδα ως έμπιστος του νέου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οταν εξελέγη το 1995 διάδοχός του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι δεν είχε τα προσόντα για έναν τόσο μεγάλο ρόλο. Εντούτοις, ο Στεφανόπουλος τον εμπλούτισε με σύνεση και αξιοπρέπεια. Το 2000 έγινε ο πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας που επανεξελέγη. Σήμερα κλείνει τα 90 του χρόνια».
Ο Κωστής Στεφανόπουλος τα τελευταία χρόνια της ζωής ζούσε στην Πάτρα με την ίδια διακριτικότητα που ακολουθούσε σε όλη τη διάρκεια του δημόσιου βίου του.
Αποσπάσματα από την ομιλία του, απευθυνόμενος προς τον Μπιλ Κλίντον
«Αναφέρομαι στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους κατά τους οποίους απειλήθηκαν οι ελευθερίες των λαών από στρατοκρατικά και ανελεύθερα πολιτεύματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προσέφεραν το βάρος της ισχύος των, αλλά και τη γενναιότητα των τέκνων των, για την υπεράσπιση της ελευθερίας και η συμμετοχή τους στους πολέμους αυτούς υπήρξε αποφασιστική. Η Ελλάς προσέτρεξε και εκείνη με όλες τις δυνάμεις της προς ενίσχυση του στρατοπέδου της ελευθερίας και στις δύο συγκρούσεις.
Κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον προσέφερε στο συμμαχικό στρατόπεδο το 1918 την πρώτην σημαντική νίκην του στο μέτωπο της Μακεδονίας και κατά τον Δεύτερον την πρώτην και πάλιν νίκην εναντίον των φασιστικών δυνάμεων στον πόλεμο της Αλβανίας μαζί με το παράδειγμά της πώς αγωνίζονται οι ελεύθεροι λαοί κατά πολύ υπερτέρων εχθρών, διότι δεν εδίστασε και κατά των πανισχύρων ναζιστικών στρατευμάτων να αμυνθεί με απαράμιλλον γενναιότητα».
«Η Ελλάς έχει ακόμη την πικρία ότι δεν ανεγνωρίσθη επαρκώς η συνεισφορά της στην κοινή πολεμική προσπάθεια»
«Κατά τον πόλεμον αυτόν, στον οποίον οι στρατευμένοι νέοι της προσήλθαν να καταταγούν τραγουδώντας και κατά την επακολουθήσασα Κατοχή της χώρας από τα στρατεύματα του Αξονος, απώλεσε από πολεμικές ενέργειες και την επακολουθήσασα αντίσταση από βομβαρδισμούς, εκτελέσεις και από την πείνα περισσότερες από 500.000 ψυχές, δηλαδή είχε αναλογικώς προς τον πληθυσμόν της τις μεγαλύτερες μαζί με τη Ρωσία, την Πολωνία και την Γιουγκοσλαβίαν απώλειες μεταξύ των συμμάχων κρατών. Η Ελλάς έχει ακόμη την πικρία ότι δεν ανεγνωρίσθη επαρκώς η συνεισφορά της στην κοινή πολεμική προσπάθεια.
Επωφελούμενος από το μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον σας για την επίλυση του επί 25ετίαν χρονίζοντος κυπριακού προβλήματος, επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω προς όλους τους παρευρισκομένους ότι το πρόβλημα αυτό προκλήθηκε από τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στη νήσο, προς αποκατάστασιν, όπως τότε είπε, του διαταραχθέντος από την απόπειρα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου νομίμου πολιτεύματος, ότι έκτοτε και παρά την αποκατάσταση της νομιμότητος συνεχίζει την κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και αρνείται να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Κύριε Πρόεδρε,
εάν το Κυπριακό πρόβλημα πρόκειται να επιλυθεί, πρέπει να επιλυθεί συμφώνως με τις αρχές της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί με την αποδοχήν της στρατιωτικής βίας και των τετελεσμένων. Δεν είναι νοητόν το μελετώμενον δικοινοτικόν πολίτευμα να παραγνωρίσει την συντριπτικήν πλειοψηφίαν των Ελληνοκυπρίων, όπως δεν είναι νοητόν να παραγνωρισθούν τα ατομικά δικαιώματα όλων των Κυπρίων αφού τα δικαιώματα αυτά οπουδήποτε του κόσμου παραβιαζόμενα κινούν όχι μόνον την συμπάθειαν αλλά και την επέμβαση των Δημοκρατικών κρατών. Τέλος, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. δεν επιτρέπεται να εξαρτηθεί από την προηγούμενη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Το ζήτημα αυτό πιστεύω ότι είναι πρωταρχικής σημασίας.
Αλλά υπάρχουν και οι λεγόμενες διαφορές στο Αιγαίο. Ο προσδιορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδος, του μόνου δηλαδή υπαρκτού προβλήματος, θα είχε επιτευχθεί εάν η Τουρκία εδέχετο ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα όπως προβλέπουν οι διατάξεις του δικαίου της θαλάσσης, το οποίον έχει αποδεχθεί και η μεγάλη σας χώρα, οι διεκδικήσεις επί διαφόρων νήσων και νησίδων του Αιγαίου δεν θα έπρεπε ούτε ως σκέψεις να διατυπωθούν, αν η Τουρκία ενθυμείτο τις υποχρεώσεις της τις προκύπτουσες από τη Συνθήκη της Λωζάννης συμφώνως προς τα άρθρα 12 και 16 της οποίας παρητήθη παντός δικαιώματος και οποιουδήποτε τίτλου επί νήσων κειμένων πέραν των τριών μιλίων από τις ακτές της, με εξαίρεση την Ιμβρο, Τένεδο και τη νήσο των Λαγωών, η απειλή πολέμου δεν επιτρέπεται να διατυπώνεται σε καμιά περίπτωση από τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, πολύ περισσότερο όταν διατυπώνεται εν σχέσει με την άσκηση δικαιώματος αναγνωριζομένου από το Δίκαιο της Θαλάσσης, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου