Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν θα είναι ίσως η πιο εύκολη από αυτές που θα έχει τις επόμενες εβδομάδες, όπως π.χ. με τη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον Ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε.
Οπως θύμιζε η πρόσφατη ανακοίνωση της γαλλικής προεδρίας, η Γαλλία υπήρξε η μεγαλύτερη σύμμαχος της Ελλάδας σε όλα τα χρόνια της κρίσης της κι αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει τώρα. Ο κ. Μακρόν από την εκλογή του έχει υποστηρίξει ότι θα πρέπει να αλλάξει η σκληρή γραμμή της λιτότητας που επέβαλε ο ευρωπαϊκός Βορράς και ότι η Ευρώπη θα πρέπει να στραφεί σε μια οικονομική ενοποίηση με βάση τις επενδύσεις, την καινοτομία και την προώθηση μεταρρυθμίσεων. Δηλαδή ό,τι έχει ο σχεδιασμός του πρωθυπουργού για την Ελλάδα.
Ο στόχος του κ. Μητσοτάκη είναι να πείσει πως η Ελλάδα θα μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της περισσότερο με την επιτάχυνση της ανάπτυξης και λιγότερο μέσω μιας σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας είναι απαραίτητη, με δεδομένο ότι τα άλλα δύο ταξίδια του πρωθυπουργού σε Βερολίνο (στις 29 του μήνα) και Χάγη (2-3 Σεπτεμβρίου) θα είναι δύσκολα.
Η κ. Μέρκελ, παρά τις προβλέψεις που γίνονται κάθε μέρα και θέλουν τη Γερμανία να καταγράφει τουλάχιστον ένα αρνητικό τρίμηνο για την ανάπτυξή της μέσα στο 2019, επιμένει πως δεν είναι απαραίτητα τα μέτρα για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, προς το παρόν η Γερμανία δείχνει να μη θέλει να αλλάξει στάση σχετικά με το δόγμα της συνεχούς λιτότητας και των συνεχών ισοσκελισμένων προϋπολογισμών.
Ο κ. Ρούτε, με τη σειρά του, πέρα από την παραδοσιακή συμμαχία με τη Γερμανία σε όλα τα ευρωπαϊκά όργανα, ζει και τον εφιάλτη του Brexit.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Η Χάγη δεν γνωρίζει αν η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα γίνει με ή χωρίς συμφωνία και, φυσικά, δεν γνωρίζει το πόσο μεγάλη επίδραση θα έχει φέτος, αλλά και τα επόμενα χρόνια, στην ολλανδική οικονομία.
Το μεγάλο ζητούμενο των ταξιδιών είναι οι εγγυήσεις που θα ζητήσουν οι ξένοι ηγέτες πριν δεχθούν να ανοίξουν το θέμα της χαλάρωσης των όρων εποπτείας για την Ελλάδα.
Τα ελληνικά αιτήματα
Σε αυτή τη φάση που ο ευρωπαϊκός Βορράς βρίσκεται, αν μη τι άλλο, σε αναστάτωση, η Ελλάδα ετοιμάζεται να ζητήσει επίσημα πριν από το τέλος του χρόνου τη χαλάρωση των όρων της ενισχυμένης εποπτείας. Η πρώτη κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι να γίνει δεκτό το αίτημα της Ελλάδας να υπολογίζονται οι επιστροφές των κερδών των ομολόγων (που δίνονται, ως γνωστόν, με βάση την πρόοδο εκ μέρους της Ελλάδας ενός πακέτου μεταρρυθμίσεων) στα δημόσια έσοδα με βάση την ενισχυμένη εποπτεία. Με δεδομένο ότι τα χρήματα αυτά φτάνουν τα 1,2 δισ. το χρόνο (περίπου 0,7% του ΑΕΠ), στην ουσία η Ελλάδα ζητάει μια πρώτη χαλάρωση στο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2022 από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,8% του ΑΕΠ.
Το αίτημα αυτό αποτελεί αλλαγή των όρων της συμφωνίας που έγινε πέρσι τον Ιούλιο για το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας μετά το τρίτο πρόγραμμα. Για να εφαρμοστεί στην πράξη, θα πρέπει να έχει την ομόφωνη αποδοχή του Eurogroup και στη συνέχεια θα πρέπει να εγκριθεί από τα Κοινοβούλια της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σλοβακίας.
Βασικό επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης τόσο στις συναντήσεις κορυφής του πρωθυπουργού όσο και στις συναντήσεις που θα γίνουν τις επόμενες μέρες μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και των θεσμών θα είναι ότι η Ελλάδα ζητάει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για να μειώσει φόρους, να επιταχύνει μεταρρυθμίσεις και, τελικά, να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Το επιχείρημα της ταχύτερης ανάπτυξης προσκρούει προς το παρόν στις ενστάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με τις αναπτυξιακές προοπτικές του συνόλου της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, κυρίως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμη πολλές αβεβαιότητες για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες το υπόλοιπο του 2019 και το 2020. Οι αβεβαιότητες αυτές θα επηρεάσουν αρνητικά τους πιο αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης, στους οποίους περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, η οποία μέχρι και πριν από ένα χρόνο δανειζόταν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Από την έντυπη έκδοση