Σε πρώτο πλάνο βρίσκονται τα ταξίδια του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε Παρίσι, Βερολίνο και Χάγη, που ξεκινούν μέσα στην εβδομάδα. Στόχος των ταξιδιών είναι να παρουσιαστεί το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης για την οικονομία και να υπάρξει μια εκ των προτέρων πολιτική συμφωνία για τη χαλάρωση της ενισχυμένης εποπτείας και των δημοσιονομικών στόχων για την Ελλάδα υπό την αίρεση συνέχισης μεταρρυθμίσεων και υψηλής ανάπτυξης.
Η επιλογή του να συναντηθεί ο Κ. Μητσοτάκης με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, τη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και τον Ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε δεν είναι καθόλου τυχαία. Γερμανία και Ολλανδία είναι οι δύο «σκληροί» εταίροι που εμφανίζονται για την ώρα απρόθυμοι να χαλαρώσουν το πρόγραμμα της εποπτείας στην Ελλάδα. Η Γαλλία, από την άλλη, είναι η τρίτη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία υπό την ηγεσία Μακρόν δηλώνει παρούσα στον εν εξελίξει μετασχηματισμό της ευρωζώνης.
Παράλληλα, όμως, με τις επαφές σε επίπεδο κορυφής, η Αθήνα θα πρέπει να κερδίσει μια σειρά από μάχες στις διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν μέσα στις επόμενες μέρες με τους θεσμούς. Η πρώτη από αυτές είναι να γίνει αποδεκτό ότι πλέον για το 2019 η Ελλάδα μπορεί να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Από τις συζητήσεις που έγιναν μέχρι και τις αρχές του μήνα με τους θεσμούς φαίνεται ότι για το 2019 δεν θα υπάρξει πρόβλημα «αποκλίσεων». H Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ανακαλέσει την αρχική της εκτίμηση για δημοσιονομικό κενό 1% του ΑΕΠ μετά την καταβολή της 13ης σύνταξης, τις μειώσεις του ΦΠΑ και τις ρυθμίσεις των 120 δόσεων τον περασμένο Μάιο. Πλέον, η Επιτροπή έχει αποδεχθεί πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για φέτος της τάξης του 1,2 με 1,5 δισ. ευρώ, που θεωρητικά καλύπτει εκτός από τα μέτρα του Μαΐου και τη μεσοσταθμική μείωση κατά 20% του ΕΝΦΙΑ που πρόκειται να εφαρμοστεί από φέτος, έναντι 10% που προέβλεπε η σχετική νομοθετική ρύθμιση που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση το 2018.
Η τριετία 2020-2022
Το πιο δύσκολο κομμάτι της διαπραγμάτευσης θα είναι αυτό που αφορά τις φοροελαφρύνσεις της τριετίας 2020-2022. Οι μειώσεις φόρων που θα γίνουν θα πρέπει να αποτυπωθούν στο φορολογικό νομοσχέδιο που θα κατατεθεί προς το τέλος Σεπτεμβρίου στη Βουλή.
Η δυσκολία στη σύνταξη του νομοσχεδίου έγκειται στο ότι η κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει το ταχύτερο δυνατόν τη μείωση των φόρων που έχει εξαγγείλει σε ορίζοντα τετραετίας και παράλληλα να επιτυγχάνει και τους δημοσιονομικούς στόχους για τους οποίους έχει δεσμευθεί η χώρα. Προς το παρόν η κυβέρνηση ξεκινά με τα ίδια δεδομένα που υπήρχαν μέχρι πριν από λίγο καιρό και για το 2019. Δηλαδή ότι πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για το 2020 δεν υπάρχει. Συνεπώς, με αρχή το EuroWorking Group στις 5 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια στο Eurogroup της 13ης Σεπτεμβρίου, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να συμφωνήσει στον δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει και σε δεύτερη φάση να γίνει η επιλογή των μέτρων που θα εφαρμοστούν σε ορίζοντα χρόνου. Για την ώρα, τα μόνα μέτρα που θέλει σίγουρα να εφαρμόσει η κυβέρνηση είναι τρία:
1 Η διατήρηση του αφορολόγητου για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή από 8.636 έως και τα 9.500 ευρώ για οικογένειες με παιδιά. Με δεδομένο το υψηλό δημοσιονομικό κόστος (1,9 δισ. ευρώ για το 2020 και 2,1 δισ. ευρώ το 2021) η προσπάθεια να μην περικοπεί θα είναι δύσκολη.
2 Σίγουρη θα πρέπει να θεωρείται και η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από 28% στο 24%, με δεδομένο ότι από την αρχή έχει ανακοινωθεί πως το μέτρο θα ισχύει για τα εισοδήματα του 2019. Το ίδιο και το δεύτερο τμήμα της μείωσης που θα φτάσει τον φορολογικό συντελεστή στο 20% το 2021. Το μέτρο θεωρείται αναπτυξιακό και από τους θεσμούς και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προχωρήσει.
3 Κίνητρα για την οικοδομή. Στο πακέτο περιλαμβάνεται η αναστολή για τρία χρόνια του ΦΠΑ για τις νέες οικοδομές και του φόρου υπεραξίας, καθώς και η έκπτωση φόρου σε ποσοστό έως και 40%-50% από τον φόρο του ποσού που δίνεται για ενεργειακή αναβάθμιση παλαιών κτιρίων.
Οι εξαγγελίες που συνδέονται με τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων
Ολες οι υπόλοιπες εξαγγελίες συνδέονται -χωρίς να ομολογείται ακόμη ανοιχτά- με τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων που επιδιώκει η κυβέρνηση από το 2021.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Ειδικότερα, το σχέδιο προβλέπει τη μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 3,5% στο 2,5% του ΑΕΠ, ώστε σε συνδυασμό με τη σταδιακή αύξηση του ΑΕΠ -τα επόμενα χρόνια- να δημιουργηθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος, περίπου 2,5 δισ. ευρώ, που θα δίνει το περιθώριο για νέες ελαφρύνσεις. Συγκεκριμένα, τα μέτρα που μάλλον θα μπουν στα προσεχώς για να υλοποιηθούν υπό την αίρεση της μείωσης των δημοσιονομικών στόχων είναι:
• Η δεύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ, ώστε η μέση συνολική μείωση να φτάσει στο 30%, από 22% που θα είναι στην πρώτη δόση της για φέτος.
• Η μείωση του εισαγωγικού συντελεστή για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ από το 22% στο 9% και η μείωση του ανώτερου φορολογικού συντελεστή από το 45% στο 42%.
• Η μείωση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 11% και του βασικού από το 24% στο 22%.
• Η σταδιακή κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
• Η μείωση του τέλους επιτηδεύματος.
• Η καθιέρωση πρόσθετου αφορολόγητου ορίου εισοδήματος 1.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.
• Τα μέτρα αυτά θα υλοποιούνται σταδιακά ανάλογα και με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση