Σύμφωνα με ενημέρωση από τη ΝΔ, οι δύο πλευρές συζήτησαν τα τρέχοντα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας και κυρίως τη συμφωνία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός ότι πέτυχε με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Ο κ. Μητσοτάκης, αναφέρουν οι ίδιες πηγές, τόνισε ότι κατανοεί απόλυτα τον αιφνιδιασμό και την αγανάκτηση που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι διαπραγματεύσεις και οι ανακοινώσεις.
«Τους ενημέρωσε ότι δεν είχε καμία απολύτως προηγούμενη ενημέρωση για τη “συμφωνία”, πόσο μάλλον για την αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών. Χαρακτήρισε μάλιστα τη “συμφωνία” “άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα του κ. Τσίπρα» καθώς, όπως είπε, «αυτό που απεδείχθη ότι τον ενδιέφερε ήταν η εξαγγελία 10.000 νέων κομματικών προσλήψεων». Ο πρόεδρος τη ΝΔ ξεκαθάρισε επίσης ότι ακόμα και αν ο κ. Τσίπρας επιβάλει μονομερώς την αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών, η Νέα Δημοκρατία δεν θα την αναγνωρίσει ως επόμενη κυβέρνηση και θα επαναφέρει το υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας τους», σημειώνουν στην Πειραιώς.
Ως προς το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης, στη ΝΔ σημειώνουν ότι ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε τη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν είναι αναγκαία η αλλαγή του άρθρου 3 του Συντάγματος.
Τόνισε, ωστόσο, ότι υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, επισημαίνοντας ότι αυτά μπορούν να προωθηθούν με καλόπιστο διάλογο και ότι δεν απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση.
Υπενθύμισε επιπλέον ότι, όσα άρθρα και εάν προταθούν για αναθεώρηση από τη σημερινή κυβέρνηση, την ευθύνη για το αν τελικώς θα μεταβληθούν και σε ποια κατεύθυνση, την έχει, εκ του Συντάγματος, η Βουλή που θα προκύψει μετά τις εκλογές.
Ο κ. Μητσοτάκης διευκρίνισε τέλος ότι η Νέα Δημοκρατία τάσσεται σταθερά υπέρ της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, πλην όμως για την υποστήριξη του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας.
Στο Φανάρι για να δώσει εξηγήσεις πάει ο Κωνσταντίνος Γαβρόγλου
Στην Κωνσταντινούπολη μεταβαίνει σήμερα ο υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων Κώστας Γαβρόγλου.
Όπως ενημέρωσε σχετικά το υπουργείο, κ. Γαβρόγλου θα επισκεφθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου αύριο, Τρίτη 27 Νοεμβρίου, θα ξεκινήσει η τακτική συνεδρίαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.
Καραμανλής: Δεν ενδιαφέρομαι για ΠτΔ - Να μην αντιμετωπίζεται με πειθαρχικά μέτρα η έντονη κριτική
Σκοπός της επίσκεψης είναι να ενημερώσει ο κ. Γαβρόγλου τους ιεράρχες για το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Πολιτείας.
Την αντίθεσή του ενάντια σε κάθε αλλαγή στο άρθρο 3 του Συντάγματος είχε εκφράσει πριν από ενάμισι χρόνο προς τον πρωθυπουργό ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Μέσω της σχετικής δισέλιδης επιστολής που φέρνει στη δημοσιότητα το orthodoxia.info ο Οικουμενικός Πατριάρχης από την 1η Αυγούστου 2017 έθεσε τον πρωθυπουργό ενώπιον των ιστορικών του ευθυνών ξεκαθαρίζοντας του πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να δεχθεί την διαγραφή των αναφορών σε αυτό, στις δικαιοδοσίες του αλλά και στην Πατριαρχική Πράξη του 1928, από το Σύνταγμα της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας «εντόνως» πως κάτι τέτοιο θα προκαλέσει την αποξένωση του Πατριαρχείου.
Στην δισέλιδη επιστολή που απευθύνεται προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης από την 1η Αυγούστου 2017 έθεσε τον πρωθυπουργό ενώπιον των ιστορικών του ευθυνών ξεκαθαρίζοντας του πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να δεχθεί την διαγραφή των αναφορών σε αυτό, στις δικαιοδοσίες του αλλά και στην Πατριαρχική Πράξη του 1928, από το Σύνταγμα της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας «εντόνως» πως κάτι τέτοιο θα προκαλέσει την αποξένωση του Πατριαρχείου.
«Κηδόμενοι οφειλετικώς του κύρους του καθ’ ημάς Οικουμενικού Θρόνου και διασκευθέντες επί των συνεπειών τας οποίας ασφαλώς θα έχη ενδεχόμενη τοιαύτη ενέργεια δια την εν τω μέλλοντι υπόστασιν του Θεσμού, Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ, επισημαίνομεν και υπογραμμίζομεν εντόνως, ότι δια της προτεινομένης ριζικής αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος, πλέον δε συγκεκριμένως της διαγραφής τόσον της παραγράφου 2 αυτού,προβλεπούσης ότι «το εκκλησιαστικόν καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου», όσον και της αναφοράν εις την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Πράξην της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, συντελείται, από πλευράς πολιτειακής, αποξένωσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου από της εν Ελλάδι κανονικής δικαιοδοσίας αυτού, ήτοι της ημιαυτονόμου Εκκλησίας Κρήτης, των εν Δωδεκανήσω Ιερών Μητροπόλεων, των εν Ελλάδι Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών και λοιπής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας αυτού, ως και των Μητροπόλεων των λεγομένων εξ ιστορικών λόγων ΄΄Νέων Χωρών’’», γράφει χαρακτηριστικά στον πρωθυπουργό ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Η επιστολή που είναι γραμμένη σε έντονο ύφος υπενθυμίζει στον Πρωθυπουργό την θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ιστορία της Ελλάδας.
«Η Αγιωτάτη Οικουμενική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, η Μήτηρ και κιβωτός του ημετέρου ευσεβούς Γένους, η διασώσασα την ταυτότητα και ενότητα αυτού κατά την διάρκειαν των αιώνων, και δη εις καιρούς δι’ αυτό δυσχειμέρους περί των οποίων πάντων μαρτυρεί η διαχρονική συνείδησις του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού και η αντικειμενική ιστορική καταγραφή, ευρίσκεται εις την ουχί ευχάριστον θέσιν της αποστολής του μετά χείρας Πατριαρχικού ημών Γράμματος προς την Υμετέραν αγαπητην Εξοχότητα κύριε Πρωθυπουργέ…» ξεκινά η επιστολή στην οποία αναφέρεται με νόημα πως το Πατριαρχείο ενημερώθηκε για τις προθέσεις της Κυβέρνησης για το θέμα… μέσω δημοσιευμάτων.
Σε αντίθεση με τα όσα διακινούνταν το τελευταίο διάστημα σχετικά με «επιθυμία» του Οικουμενικού Πατριάρχη για απαλοιφή της αναφοράς στην Πράξη του 1928 ή ακόμη και σε πλήρη διαγραφή του άρθρου 3, η επιστολή προς τον Πρωθυπουργό αποδεικνύει πως το Πατριαρχείο όχι μόνο δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο αλλά αντιθέτως έσπευσε να τοποθετηθεί έντονα και εμφαντικά υποστηρίζοντας το ακριβώς αντίθετο.
Μάλιστα στην επιστολή αναφέρεται πως κάτι τέτοιο θα επηρεάσει την ευστάθεια της Εκκλησίας στην Ελλάδα για την οποία ενδιαφέρεται «ως η Μήτηρ και αυτής Εκκλησία, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον».
Σημειώνει δε πως εάν καταργηθούν από το Σύνταγμα οι συγκεκριμένες αναφορές «τίθεται εν αμφιβόλω και ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Ελλάδι (άρθρον 3 παρ. 1 του Συντάγματος) και κατ’ επέκτασιν, και ευρύτερον ως ηγέτιδος της Ορθοδοξίας Εκκλησίας εν τη παγκοσμίω κοινότητι, εμμέσως δε πλήν σαφώς και εν τη εν η τούτο εδρεύει χώρα».
Στην επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, ο Πατριάρχης καταλήγει πως το Πατριαρχείο έχοντας πλήρη αίσθηση της ευθύνης του έναντι της Εκκλησίας, του ελληνικού λαού και της ιστορίας, ζητά τον σεβασμό «της εκκλησιαστικώς και πολιτειακώς διαχρονικώς κατοχυρωμένης θέσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας γενικώς, και, ειδικώτερον, του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τω Συντάγματι και τη εννόμω τάξει της Ελλάδος».
Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως η Κυβέρνηση έλαβε τελικά υπόψη την επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη αφού στην πρόταση της προς τη Βουλή για την αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν γίνονται οι συγκεκριμένες αλλαγές.
Ωστόσο παραμένει άγνωστο εάν το Πατριαρχείο ικανοποιείται από την διατύπωση όπως κατατέθηκε αλλά και αν συμφωνεί με την αναφορά στην θρησκευτική ουδετερότητα της Πολιτείας.
Αυτά αλλά και το σύνολο των θέσεων του Οικουμενικού Θρόνου για τις επικείμενες αλλαγές στα εκκλησιαστικά πράγματα της χώρας, αναμένεται να θέσει υπόψη της Κυβέρνησης η πατριαρχική αντιπροσωπεία η οποία αναμένεται να συσταθεί κατά την επικείμενη συνεδρίαση της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 27-29 Δεκεμβρίου.
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]