Παράλληλα είπε ότι το προσχέδιο προϋπολογισμού που έχει κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή «συζητείται» διαψεύδοντας τον εαυτό του καθώς ο ίδιος κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής του υπουργείου Εξωτερικών από τον Νίκο Κοτζιά είχε πει ότι η Κομισιόν «ενέκρινε τον ελληνικό προϋπολογισμό χωρίς περικοπές στις συντάξεις, μετά από οκτώ χρόνια λιτότητα».
Διαβάστε όλο το κείμενο της ομιλίας του Αλέξη Τσίπρα:
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Η σημερινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας έχει ως αποκλειστικό θέμα τη πρότασή μας για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ωστόσο είναι ταυτόχρονα και η πρώτη συνεδρίαση που διεξάγεται ενώ η χώρα έχει εξέλθει από τα μνημόνια, δηλαδή μετά τις 21 του Αυγούστου.
Μια εξέλιξη που αποτελούσε επί τρία και πλέον χρόνια βασικό στόχο τόσο της κυβέρνησης όσο και της κοινοβουλευτικής μας ομάδας που επωμίστηκε το βαρύ φορτίο των νομοθετικών παρεμβάσεων για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος.
Και σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι άξιζε το κόπο. Εμείς πετύχαμε, εκεί που τρείς συνεχόμενες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς. Και κυρίως πετύχαμε, σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προστατεύοντας τους ασθενέστερους και κρατώντας τη κοινωνία όρθια. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Και μετά την καθαρή έξοδο του καλοκαιριού και παρά την καταιγίδα των δυσμενών προβλέψεων από εγχώριους θεσμικούς, παραθεσμικούς, πολιτικούς και εκδοτικούς παράγοντες, φαίνεται ότι για άλλη μια φορά τους διαψεύδουμε.
Συνεδριάζει σήμερα το υπουργικό Συμβούλιο - Τι περιλαμβάνει η ατζέντα
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης. Και οι δημοσιονομικές μας επιδόσεις είναι τέτοιες που όχι μόνο καθιστούν το μέτρο της περικοπής των συντάξεων αχρείαστο, αλλά την ίδια στιγμή δίνουν τη δυνατότητα και για μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης και κοινωνικής στήριξης.
Το προσχέδιο προϋπολογισμού που έχουμε καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συζητείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, περιλαμβάνει το σύνολο των μέτρων για τα οποία δεσμεύτηκα στη ΔΕΘ.
Τα μέτρα αυτά θα ξεκινήσουν να νομοθετούνται εντός Νοεμβρίου και εκεί πλέον όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα αναγκαστούν να πάρουν θέση. Θα αναγκαστούν να ομολογήσουν και δημόσια, στο Κοινοβούλιο, αυτό που μέχρι σήμερα αρνούνται πεισματικά. Ότι δηλαδή ο κύκλος των μνημονίων και της δημοσιονομικής προσαρμογής έχει κλείσει. Και πλέον περνάμε σε μια νέα φάση, λελογισμένης δημοσιονομικής επέκτασης.
Και τώρα είναι η ώρα να αφοσιωθούμε και στις μεγάλες θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την εμβάθυνση της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της ισονομίας, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Μια προσπάθεια βέβαια που ξεκινήσαμε από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής μας, παρά τις δημοσιονομικές αντιξοότητες.
Τα τρία χρόνια της διακυβέρνησης μας η χώρα, για παράδειγμα, έπαψε να κυβερνιέται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.
Ενισχύσαμε τη κοινοβουλευτική διαδικασία, παρά τους γνωστούς και μεγάλους περιορισμούς που δημιουργούσε η συνθήκη της μνημονιακής επιτροπείας.
Ψηφίσαμε την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα σε βουλευτικές και αυτοδιοικητικές εκλογές, αλλάζοντας τους όρους αντιπροσώπευσης και κατοχυρώνοντας όχι μόνο την τυπική αλλά και την ουσιαστική ισότητα της ψήφου.
Καταθέσαμε και ψηφίσαμε σειρά νόμοθετημάτων για την διεύρυνση των ελευθεριών και την κατοχύρωση νέων δικαιωμάτων κάνοντας βήματα προς την κατεύθυνση της πραγματικής ισότητας των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, ή σεξουαλικού προσανατολισμού.
Καταργήσαμε την πολιτική επιστράτευση των απεργών. Αποκαταστήσαμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Όλα αυτά ήταν βήματα θεσμικής προόδου, εκδημοκρατισμού και απόκρισης σε πραγματικά κοινωνικά – λαϊκά αιτήματα.
Τομές που αναδεικνύουν τις βαθιές διαφορές μας με τις δυνάμεις του παλιού πολιτικού συστήματος και για τις οποίες είμαστε υπερήφανοι.
Ήρθε όμως η ώρα να προχωρήσουμε ακόμη πιο ριζοσπαστικά. Ακόμη πιο ρηξικέλευθα. Και με την Μεταρρύθμιση του Συντάγματος, για να προωθήσουμε ώριμες και αναγκαίες τομές τόσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα, όσο και για την εμβάθυνση της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας.
Ήδη από το καλοκαίρι του 2016, στις 24 Ιουλίου μια εμβληματική μέρα για τη Δημοκρατία, κατέθεσα τις προτάσεις που αποτέλεσαν τη βάση του εθνικού διαλόγου. Και από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Ο διάλογος ολοκληρώθηκε με την ευθύνη της Εθνικής Επιτροπής. Και θέλω να ευχαριστήσω τον Μιχάλη Σπουρδαλάκη και όλα τα μέλη της επιτροπής για την προσφορά τους και την κοπιαστική εργασία τους.
Ακούσαμε απόψεις, προβληματισμούς, θέσεις και προτάσεις. Μετατοπιστήκαμε εμείς και μετατοπίσαμε άλλους.
Και σήμερα με θεσμική ευθύνη είμαστε έτοιμοι να εκκινήσουμε την κορυφαία διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Βασικός στόχος μας είναι να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός.
Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλλάσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Διότι η σκληρή εμπειρία της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, μας υποχρεώνει να αντλήσουμε διδάγματα. Από την μια μεριά η οικονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους.
Μιας οργάνωσης – μη οργάνωσης, που δεν ήταν αποτέλεσμα δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Αλλά αντίθετα ήταν πολιτική επιλογή. Καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος ήταν τελικά μια τεχνολογία εξουσίας.
Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό προσωπικό,
την δημιουργία, συντήρηση και συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού την ανοχή στην γενικευμένη φοροδιαφυγή που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Από την άλλη, όμως, η μνημονιακή συνθήκη έθεσε και νέα ερωτήματα. Έφερε στο προσκήνιο με ένταση λαϊκά αιτήματα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Και, τέλος, μας υπενθύμισε πόσο απροστάτευτη μπορεί να είναι η πολιτεία και ο κοινοβουλευτισμός από την ενίσχυση υπερεθνικών, κρατικών και ιδιωτικών μηχανισμών που κινούνται έξω από το πλαίσιο του λαϊκού ελέγχου.
Γιατί ξέρουμε όλοι μας καλά ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έπληξαν τον πυρήνα της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας. Απαξίωσαν θεσμούς αντιπροσώπευσης και πολιτικούς φορείς.
Διέρρηξαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημοκρατία.
Και όλα αυτά συνέβησαν, μάλιστα, σε συνθήκες μετασχηματισμών του κράτους, των θεσμών και των δομών του.
Μετασχηματισμών που έχουν ήδη οδηγήσει σε ενίσχυση μηχανισμών των οποίων η εξουσία δεν πηγάζει από την λαϊκή βούληση αλλά από μια δήθεν αντικειμενική τεχνική γνώση που υποτίθεται πως κατέχουν.
Μια γνώση που είναι στην πραγματικότητα η άλλη όψη μιας εξουσίας. Πρόκειται εδώ για την κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που έχει προκαλέσει αυτούς τους μετασχηματισμούς. Που έχει υψώσει σινικά τείχη μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του και των πολλαπλών πλέον κέντρων λήψης των αποφάσεων.
Και πρέπει να κατανοήσουμε τόσο την ιδεολογία αυτή, όσο και τους μετασχηματισμούς που προκαλεί.
Με κυριότερο από αυτούς την διαρκή αφαίρεση πεδίων από την ύλη της δημοκρατικής σύγκρουσης.
Έτσι κρατικοί μηχανισμοί, ιδιωτικοί φορείς, υπερεθνικοί οργανισμοί ακόμη και ανεξάρτητες αρχές αποκτούν όχι μόνο την δυνατότητα να ασκούν πειθαρχικές λειτουργίες αλλά και να επιβάλουν πολιτικές που παρουσιάζονται μάλιστα ως αναγκαιότητες βασισμένες στη δήθεν αντικειμενική γνώση των πραγμάτων.
Μέσα σε αυτή τη μεταδημοκρατική συνθήκη είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε και να προτείνουμε μέτρα και συνταγματικές ρυθμίσεις ενίσχυσης τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του ελέγχου που αυτό ασκεί τόσο στις Κυβερνήσεις όσο και στις τεχνοκρατικές δομές που ασκούν εξουσία.
Μέτρα δηλαδή που θα ενισχύουν τις λειτουργίες η εξουσία των οποίων πηγάζει απευθείας και άρα ελέγχεται απευθείας από το λαό.
Αλλά και μέτρα που θα ενισχύουν την λαϊκή συμμετοχή. Την απευθείας συμμετοχή στην πολιτική ζωή αλλά και την λήψη των αποφάσεων.
Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε:
Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος στο Σύνταγμα, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.
Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί το θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και άλλος Πρωθυπουργός.
Και τούτο φυσικά δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.
Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό ισχυροποιεί την εκάστοτε Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γιαυτό το λόγο που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό εξισορροπητικού μηχανισμού.
Πρόκειται εδώ για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό – δεν θα μπορούσε να υπάρξει δημοκρατικότερο – αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης.
Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης αλλά και σεβασμού της λαϊκης βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο.
Εδώ όμως έχουν κατατεθεί προβληματισμοί για τον τρόπο εκλογής εφόσον δεν επιτευχθούν οι αυξημένες πλειοψηφίες των 200 και των 180 βουλευτών.
Μια λύση είναι η διενέργεια μιας τελευταίας ψηφοφορία που θα απαιτεί απλώς 151 βουλευτές, ενώ μια άλλη η απευθείας εκλογή από τον λαό με αναμέτρηση μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων στην τελευταία άγονη ψηφοφορία της Βουλής.
Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα και για τις δύο προτάσεις και σήμερα πρέπει να καταλήξουμε στην τελική μας απόφαση. Επίσης εντός της λογικής που έχω ήδη περιγράψει εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή βουλευτής.
Και τούτη είναι μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από την κρίση.
Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Οι πρωθυπουργοί πρέπει να εκλέγονται από το λαό και να λογοδοτούν στο λαό και μόνον σε αυτόν.
Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών είναι όμως και η υποχρέωση νέες ανεξάρτητες αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πελιοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός τους, έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους.
Αν η ενίσχυση του Κοινοβουλίου και της εκλεγμένης Κυβέρνησης αποτελεί τον έναν πόλο της πρότασης μας, η ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης αποτελεί τον άλλο. Και τούτο φυσικά συναρτάται επίσης με την εμπειρία των προγραμμάτων προσαρμογής, την κρίση αντιπροσώπευσης που πυροδότησαν και τις λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν, ιδίως στην αρχή της κρίσης.
Το περιβόητο κίνημα των πλατειών, για παράδειγμα, στις αρχές της οικονομικής κρίσης, πέραν του θυμού και της οργής απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας, έθεσε στην ημερήσια διάταξη και ένα καίριο ερώτημα που αφορά τα όρια της αντιπροσώπευσης. Έθεσε το αίτημα για απευθείας συμμετοχή του λαού στην διαμόρφωση της πολιτικής και των κρίσιμων αποφάσεων.
Απαίτησε να μην είναι ο λαός παρατηρητής των εξελίξεων όσο διαρκεί η τετραετία. Και ο λαός αποτελεί για μας το κύριο, το βασικό, το ισχυρότερο θεσμικό αντίβαρο.
Και σε αυτό βρισκόμαστε απέναντι σε όσους κάνουν λόγο για την αδαή πλειοψηφία. Που μετατρέπεται βέβαια σε σοφή πλειοψηφία υπό μια και μόνη προϋπόθεση: Να ψηφίζει τους νόμιμους και αιώνιους ιδιοκτήτες της χώρας κάθε τέσσερα χρόνια. Όταν το κάνει αυτό είναι σοφός, όταν δε το κάνει είναι αδαής.
Λένε λοιπόν πολλοί επικαλούμενοι μάλιστα αποφάσεις δημοψηφισμάτων που επιφέρουν συνέπειες, όπως για παράδειγμα το Βρετανικό δημοψήφισμα, ότι τα δημοψηφίσματα είναι λάθος γιατί ο ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα και δε ξέρει Θεωρούν ότι μόνο αυτοί ξέρουν.
Ακόμη και αν υποθέταμε ότι έχουν δίκιο, θα έπρεπε εντούτοις να τους ζητήσουμε να τολμήσουν να πουν τα πράγματα με το όνομα τους σε σχέση με το πολίτευμα που υπερασπίζονται: Διότι αυτό δεν είναι η δημοκρατία αλλά η αριστοκρατία.
Επειδή όμως εμείς είμαστε με τη δημοκρατία και όχι με την αριστοκρατία, θα επιμένουμε να την υπερασπιζόμαστε ακόμη και όταν θεωρούμε ότι η πλειοψηφία δεν παίρνει τις αποφάσεις που εμείς επιθυμούμε.
Για αυτό λοιπόν επιμένουμε στην κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο. Και για αυτό θεσμοθετούμε για πρώτη φορά την λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
Μέτρα δηλαδή που φέρνουν τον λαό αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται την λαϊκή κρίση.
Επανέρχομαι όμως στα θέματα που έθεσα εισαγωγικά και αφορούν τις παθογένειες και το τρόπο οργάνωσης του κράτους που αποτέλεσαν και μια από τις βασικές αιτίες της κρίσης, που δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά και θεσμική.
Αναφέρομαι δηλαδή στο πελατειακό κράτος, στη διαφθορά και τη διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, αλλά και στην απαράδεκτη ισχύουσα ανισότητα στην ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.
Διότι η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση δημιουργεί στην πραγματικότητα μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού και οργανώνει θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος των προνομίων σε ειδικές κατηγορίες πολιτών.
Για εμάς λοιπόν αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί. Δεν μπορεί να υπάρχουν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Φυσικά και οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας την ανάγκη προστασίας των αντιπροσώπων του λαού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν μπορούμε όμως να ανεχτούμε και να αποδεχτούμε την θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας.
Διότι ο περιβόητος Νόμος για την ευθύνη των υπουργών και το άρθρο 86 αποτελεί τη θεσμική κατοχύρωση της ασυδοσίας και της ατιμωρησίας.
Έφτασε λοιπόν η ώρα -και ας αναλάβουν σε αυτό την ευθύνη τους όλα τα κόμματα – για την τροποποίηση των διατάξεων περί ευθύνης των υπουργών ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Και να προσδιοριστεί ταυτόχρονα ότι η ειδική δικονομική διαδικασία που προβλέπει αρμοδιότητα της βουλής δεν αφορά τα αδικήματα που τελούνται απλώς επ΄ευκαιρία αυτών. Και με τον τρόπο αυτό να εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική μεταχείριση όλων των πολιτών.
Επίσης είναι ώρα για την τροποποίηση των διατάξεων για τη βουλευτική ασυλία ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Και άρα να ζητείται από τη βουλή να κρίνει αν χρειάζεται να δοθεί προστασία και όχι να κρίνει αν χρειάζεται να αρθεί η δεδομένη και πάσης φύσεως προστασία.
Και ακόμα προτείνουμε να αναμετρηθούμε με την αντίληψη των πολιτών ότι η πολιτική είναι επάγγελμα και μάλιστα για ορισμένους επικερδές και όχι προσφορά. Προτείνουμε να προβλεφθεί λοιπόν όριο θητειών για τους βουλευτές ώστε να μην δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Επιτρέψτε μου τώρα να περάσω σε ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση.
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Νομίζω ότι η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμο των σχέσεων αυτών.
Και έχω την εκτίμηση ότι και εδώ διαμορφώνονται ευρείες συναινέσεις ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή.
Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η Πολιτεία θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και τους ρόλους τους.
Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους με ότι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά.
Και αυτή η ρητή κατοχύρωση είμαι βέβαιος ότι θα βρει σύμφωνη την Εκκλησία που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το Κράτος.
Και αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματος.
Ένα σημαντικό βήμα για τον αναγκαίο διαχωρισμό των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία, που δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα.
Αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα το οποίο δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη.
Αντίθετα προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και ειλικρίνεια. Προυποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία.
Και θέλω να διαβεβαιώσω και από αυτό εδώ το βήμα την Ηγεσία της Εκκλησίας ότι εμείς προσερχόμαστε σε αυτό το διάλογο με ακριβώς αυτό το πνεύμα.
Το ίδιο εξάλλου με έχει διαβεβαιώσει και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος με τον οποίο μας συνδέει αμοιβαία εκτίμηση
και ο διάλογός μας έχει νομίζω εδώ και τρία χρόνια ωριμάσει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε πια τι είναι αναγκαίο και τι είναι αμοιβαία επωφελές, τόσο για την εκκλησία όσο και για το κράτος.
Ο τελευταίος άξονας των προτάσεων που καταθέτουμε σήμερα, αφορά την ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Δεν θέλω να πω πολλά. Όλοι και όλες μας γνωρίζουμε την επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα που είναι ταυτισμένη με το νεοφιλελευθερισμό. Όλοι και όλες μας γνωρίζουμε την απαξίωση του δικαιώματος στην εργασία, την τάση για απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποδυνάμωση της προστασίας των κοινών αγαθών, την συνταγματική αφωνία για κρίσιμα πεδία του κοινωνικού κράτους.
Και από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του διαλόγου είχαμε πάρει συγκεκριμένη θέση.
Είχαμε διακηρύξει την βούληση μας να προστατεύσουμε το νερό και την ηλεκτρική ενέργεια από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζομένων
να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό
να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις για παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους.
Και όλες αυτές είναι προτάσεις στις οποίες επιμένουμε. Επιμένουμε ιδεολογικά, πολιτικά και με μέγιστη μέριμνα για την κοινωνική πλειοψηφία. Τις πραγματικές της ανάγκες, τις αγωνίες και τις προσδοκίες της από εμάς.
Κλείνω λέγοντας ότι :
Έχουμε μια ευκαιρία που δε πρέπει να την αφήσουμε να πάει χαμένη. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε άλλη μια πενταετία να πάει χαμένη. Οι συνθήκες είναι ώριμες. Οι ανάγκες είναι πιεστικές. Και οι καιροί δεν μπορούν να περιμένουν. Διάβασα την αντίδραση χθες της Νέας Δημοκρατίας στην επιστολή που έστειλα και ειλικρινά μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα.
Διαπίστωσα μια αμήχανη στάση. Μια παιδιάστικη αντίδραση : Βάλτε και τα δικά μου αλλιώς εγώ δε παίζω…
Ή μια αντίδραση που αντιστοιχεί σε τζογαδόρους και όχι σε σοβαρές και υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, όταν μάλιστα διάβαζα διαρροές να μιλούν με χαρτοπαιχτικούς όρους του τύπου ρελάνς και άλλα παρόμοια.
Και πράγματι η πρόταση, αν είναι αυτή της ΝΔ, να ανοίξουμε και να ψηφίσουμε όλοι μαζί άρθρα με τα οποία δε συμφωνούμε, ώστε αυτά να πάρουν 180 και μετά να αναθεωρήσει όποια άρθρα θέλει η επόμενη πλειοψηφία, είναι πρόταση ρουλέτα, που αν είναι επαναλαμβάνω πρόταση της ΝΔ, δείχνει με κραυγαλέο τρόπο την έλλειψη θεσμικής ωριμότητας από το κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γιατί ο ίδιος ο νομοθέτης ορίζει αυτή τη διαδικασία με τις δυο ψηφοφορίες, σε δυο διαδοχικές κοινοβουλευτικές περιόδους, μια με 180 και μια με 151 ψήφους, ακριβώς επειδή επιθυμεί οι αναθεωρήσεις να εστιάζουν σε σημεία όπου μπορούν να επιτευχθούν συνενώσεις.
Σε ώριμα αιτήματα. Δεν προέβλεψε αυτή τη διαδικασία ο νομοθέτης για να προσκαλεί η μια πολιτική δύναμη την άλλη σε μονομαχία στον κόκκινο ήλιο και όποιος κερδίσει τα αλλάζει όλα…
Και επειδή προφανώς η ηγεσία της ΝΔ έχει γνώση της θεσμικής διαδικασίας, μου κάνει εντύπωση η αντίδραση αυτή.
Όπως και η χθεσινή τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού της εκπροσώπου που έψαχνε επιχειρήματα για να δικαιολογήσει πιθανή απουσία του κόμματός τους από την αναθεωρητική διαδικασία, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι γίνεται βεβιασμένα και στο τέλος της κυβερνητικής θητείας.
Μα θέλω να του θυμίσω ότι αρχίσαμε το διάλογο δυο χρόνια πριν, από το 2016. Και βεβαίως να του θυμίσω ότι έχουμε έναν χρόνο ακόμη κυβερνητική θητεία. Άλλο που αυτοί εδώ και δυόμισι χρόνια φαντασιώνονται το τέλος…
Αλλά το πιο σημαντικό που θέλω να θυμίσω είναι ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση αυτή έπρεπε να είχε γίνει τέσσερα χρόνια πριν και δεν έγινε με ευθύνη της κυβέρνησης Σαμαρά.
Καθώς ενώ είχε καταθέσει προτάσεις μια επιτροπή με επικεφαλής τότε τον σημερινό πρόεδρο της Δημοκρατίας, επέλεξε τις προτάσεις αυτές να μη τις καταθέσει ποτέ στη Βουλή, καθώς εσκεμμένα επέσπευσε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας κατά τέσσερις σχεδόν μήνες, με αποτέλεσμα να πάει στις καλένδες η μεταρρύθμιση.
Και θέλω επίσης να υπογραμμίσω ότι πολύ μεγάλο μέρος των προτάσεων εκείνων συμπεριλαμβάνεται στις προτάσεις που σήμερα καταθέτουμε. Άρα τι είναι αυτό που πραγματικά ωθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον κο Μητσοτάκη σε αυτή τη θεσμικά κωμικοτραγική συμπεριφορά και στην αναζήτηση επιχειρημάτων προκειμένου να αποδράσει από την Αναθεώρηση ;
Πολύ φοβάμαι ότι αυτό που οδηγεί τον κο Μητσοτάκη σε αυτή τη στάση είναι η ενδόμυχη επιθυμία του να μην αλλάξει ο νόμος περί ευθύνης των υπουργών. Τον καλούμε λοιπόν να αναλάβει τις ευθύνες του ενώπιον του ελληνικού λαού, με καθαρές κουβέντες και όχι με μισόλογα.
Δε θα αφήσουμε για μια ακόμη πενταετία θεσμικά εκτρώματα να μολύνουν τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στο πολιτικό σύστημα. Και καλούμε όλα τα πολιτικά κόμματα να αναλάβουν τις ευθύνες τους ενώπιον του ελληνικού λαού.
Τώρα όμως είναι η ώρα των αποφάσεων. Παίρνουμε λοιπόν την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Συναισθανόμενοι την μεγάλη μας ευθύνη. Και καλούμε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.