Οι δύο χώρες της Ιβηρικής απέφυγαν τις οικονομικές κυρώσεις, ωστόσο δεν θα αποφύγουν εντελώς τις αρνητικές συνέπειες, αφού καλούνται, μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, να λάβουν πρόσθετα μέτρα για την περαιτέρω μείωση των ελλειμμάτων.
Η περίπτωση των δύο χωρών είναι από αυτές που καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή τρόπο την προβληματική λειτουργία της ευρωζώνης. Προβληματική λειτουργία για τους ορθολογικά σκεπτόμενους, όχι για τους Γερμανούς, γιατί αυτοί επέβαλαν την άνευ προηγουμένου δημοσιονομική πειθαρχία που βιώνουμε σήμερα.
Η Πορτογαλία και η Ισπανία χτυπήθηκαν, όπως όλοι οι «αδύναμοι κρίκοι», από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με αποτέλεσμα να βρεθούν ένα χρόνο αργότερα με διψήφια ελλείμματα σε ποσοστό του ΑΕΠ, τα οποία καθιστούσαν αδύνατη την ομαλή χρηματοδότηση του χρέους τους από τις αγορές. Και στις δύο χώρες επιβλήθηκε μια εξοντωτική λιτότητα, ως προϋπόθεση για να πάρουν δάνεια από το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης. Οπως και η Ελλάδα, υποχρεώθηκαν στη λήψη σκληρών μέτρων που έπληξαν καίρια το εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως τους ευάλωτους, με αποτέλεσμα η ανεργία να εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Οι δύο χώρες βγήκαν το 2014 από τα προγράμματα, ωστόσο συνέχισαν τις προσπάθειες μείωσης των ελλειμμάτων.
Στην Πορτογαλία το δημόσιο έλλειμμα ανήλθε σε 4,4% του ΑΕΠ το 2015, ενώ στόχος ήταν να μειωθεί κάτω του 3%. Ωστόσο, το πραγματικό έλλειμμα ήταν 3,2% γιατί το υπόλοιπο οφείλεται στη διάσωση της τράπεζας Banif, που σημαίνει ότι η πρόσθετη επιβάρυνση δεν θα επαναλαμβανόταν το 2016.
Στην Ισπανία, το έλλειμμα ανήλθε σε 5,1% του ΑΕΠ το 2015, ενώ η δέσμευση που είχε αναλάβει η χώρα αυτή ήταν να το μειώσει στο τέλος του 2016 κάτω από το 3%, κάτι που είναι αδύνατο. Ωστόσο, και εδώ η απόκλιση στο τέλος του έτους δεν θα ήταν μεγαλύτερη της 1,5 ποσοστιαίας μονάδας.
Τα πράγματα ήταν απλά, αλλά όχι για εκείνους που θέλουν να συμπεριφέρονται στους εταίρους τους σαν να είναι μικρά παιδιά. Η λογική των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών λέει ότι όποιος δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει πρέπει να υποστεί τις συνέπειες, δηλαδή να τιμωρηθεί.
Αντί λοιπόν να δοθεί μια μικρή παράταση στις δύο χώρες, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους, κυριάρχησε σε πρώτη φάση η θέση του Βερολίνου, το οποίο υποχρέωσε μετά από έντονες πιέσεις την Κομισιόν να ξεκινήσει τη διαδικασία κυρώσεων. Ηρθε το Εurogroup αρχικά και το Συμβούλιο ΕCO-FIN στη συνέχεια και επικύρωσαν την πρόταση της Κομισιόν, την οποία κάλεσαν να ξεκινήσει συζητήσεις με τις δύο κυβερνήσεις και αν δεν συμμορφωθούν να προτείνει κυρώσεις.
Με την ενέργειά τους αυτή Κομισιόν, Eurogroup και Συμβούλιο ECO-FIN υπέπεσαν σε δύο ατοπήματα. Το πρώτο ήταν ότι στοχοποίησαν δύο χώρες που υπέστησαν τα πάνδεινα τα τελευταία χρόνια, εκβιάζοντας υπό την απειλή κυρώσεων τη λήψη σκληρών μέτρων που θα έπλητταν καίρια την ανάπτυξη και την απασχόληση. Το δεύτερο ήταν η προφανής διακριτική μεταχείριση, δεδομένου ότι για την ίδια παράβαση το 2015 δεν τόλμησαν να κάνουν το ίδιο στη Γαλλία.
Από την τελευταία συνεδρίαση του Εurogroup (11 Ιουλίου) που έγινε η πρώτη συζήτηση μέχρι και την Τετάρτη 27 Ιουλίου, που η Κομισιόν αποφάσισε να μην προτείνει κυρώσεις, μεσολάβησαν έντονες διαβουλεύσεις σε όλα τα επίπεδα και φαίνεται ότι στο τέλος επικράτησαν οι σώφρονες.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής