Ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας χαρακτηρίζει τη στάση της Τουρκίας απαράδεκτη και συνιστά «σοβαρότητα, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα» από την πλευρά της Ελλάδας.
Αναφερόμενος στις Ένοπλες Δυνάμεις, ο Νίκος Δένδιας υποστηρίζει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «χρειάζεται, ως χώρα, να αποφασίσουμε τι Ένοπλες Δυνάμεις θέλουμε και ποιος είναι ο ρόλος μας στην ευρύτερη περιοχή».
Μιλώντας για τον νυν υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο κ. Δένδιας διαπιστώνει διγλωσσία μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου και εκφράζει την άποψη ότι «σε περίπτωση μείζονος κρίσης η συγκεκριμένη διαφορά αντιλήψεων θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επιζήμια».
Ερωτηθείς για την επίλυση του ζητήματος με την ΠΓΔΜ, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ υποστηρίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «είναι πολυτέλεια για την Ελλάδα να συντηρεί και άλλα ανοικτά μέτωπα με τους γείτονές της εκτός αυτό με την Τουρκία», ωστόσο σημειώνει ότι «η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο της συμφωνίας» και ξεκαθαρίζει ότι «εάν η συμφωνία είναι επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα η ΝΔ δεν πρόκειται να την ψηφίσει».
Τέλος, κληθείς να σχολιάσει την τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά ότι «το Κίνημα Αλλαγής είναι απαραίτητος εταίρος της μεγάλης σύγκλισης», ο Νίκος Δένδιας σημειώνει ότι «ο ελληνικός λαός είναι αυτός που θα υποδείξει, με την ψήφο του, αν πρέπει να υπάρξει ή όχι συνεργασία με το Κίνημα Αλλαγής» και τονίζει ότι στόχος της ΝΔ πρέπει να είναι η αυτοδυναμία.
Κύριε Δένδια, σας φοβίζει η ένταση που επικρατεί στο Αιγαίο με Ελλάδα και Τουρκία να ανταλλάσουν λεκτικά πυρά; Σε ένα τέτοιο κλίμα, όπως διαμορφώνεται καθημερινά, θα λέγατε ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου;
Σαφώς και με ανησυχεί η κατάσταση που επικρατεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν και εξακολουθώ να ελπίζω ότι θα επικρατήσει τελικά η σύνεση στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ο κίνδυνος ατυχήματος ελλοχεύει, αλλά και ο κίνδυνος απώλειας ανθρώπινων ζωών, όπως αποδείχθηκε με το πρόσφατο περιστατικό του θανάτου του 34χρονου σμηναγού Γεώργιου Μπαλταδώρου σε ώρα καθήκοντος, που βύθισε στη θλίψη τις Ένοπλες Δυνάμεις και ολόκληρη τη χώρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση της Τουρκίας είναι απαράδεκτη. Από την πλευρά της χώρας μας όμως η έμπρακτη απάντηση πρέπει να είναι η σοβαρότητα, η ψυχραιμία αλλά και η αποφασιστικότητα.
Ως πρώην υπουργός Άμυνας θα ήθελα να μου πείτε: στο μέτωπο των εξοπλισμών η Ελλάδα χρειάζεται αναβάθμιση; Και είναι εφικτό κάτι τέτοιο στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα;
Φοβούμαι ότι η πολιτική ζωή της χώρας ταλανίζεται από στερεότυπα και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Ελλάδα χρειάζεται κυρίως συγκεκριμένη φιλοσοφία και μακροπρόθεσμη στόχευση στην αμυντική της πολιτική, η οποία να περιλαμβάνει και τους εξοπλισμούς. Όπως χρειάζεται οικονομίες κλίμακος που να περιορίζουν την όποια σπατάλη σε λειτουργικά ζητήματα και θα επιτρέπουν την αποδέσμευση μεγαλύτερων ποσών για εκεί που υπάρχει μεγάλη ανάγκη. Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση, μία καλύτερη αξιοποίηση των σημαντικών δυνατοτήτων και του καταρτισμένου προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, στην έρευνα και στην ανάπτυξη τεχνολογίας π.χ., θα επέτρεπε να επιστρέφει στην εθνική οικονομία ένα μέρος της δαπάνης. Αλλά, όλα αυτά δεν μπορούν να γίνονται «στο πόδι». Χρειάζεται να αποφασίσουμε ως χώρα τι Ένοπλες Δυνάμεις θέλουμε και ποιος είναι ο ρόλος μας στην ευρύτερη περιοχή. Αν θυμόμαστε τους εξοπλισμούς κάθε φορά που υπάρχει κίνδυνος θερμού επεισοδίου και πιο δαπανηροί αυτοί θα είναι, και ενδεχομένως λιγότερο αποτελεσματικοί υπό την πίεση της ανάγκης.
Ανδρουλάκης: Αναλαμβάνουμε πρωτοβουλία για τις εξοντωτικές αυξήσεις στα ασφάλιστρα των συμβολαίων υγείας
Υπάρχουν φωνές που λένε, σχολιάζοντας τον νυν υπουργό Άμυνας Πάνο Καμμένο, ότι οι «προκλητικές» απαντήσεις του στις προκλητικές δηλώσεις των Τούρκων αξιωματούχων ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Ασπάζεστε αυτή την άποψη;
Όπως ανέφερα προηγουμένως χρειάζεται σοβαρότητα και ψυχραιμία. Ο συναγωνισμός με Τούρκους πολιτικούς από Έλληνες αξιωματούχους σε αμετροεπείς εκφράσεις δεν ωφελεί τα εθνικά συμφέροντα. Αντιθέτως, δημιουργεί τον κίνδυνο να εξομοιωθεί στην αντίληψη της διεθνούς κοινής γνώμης το δίκαιο της χώρας μας με τις παράλογες διεκδικήσεις της Άγκυρας. Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό πάντως ότι -όπως αποδείχθηκε σε σειρά πρόσφατων περιστατικών- διαπιστώνεται μία διγλωσσία μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και μία διαφορετική αξιολόγηση της κατάστασης. Σε περίπτωση μείζονος κρίσης η συγκεκριμένη διαφορά αντιλήψεων θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επιζήμια. Δυστυχώς, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται με ανευθυνότητα ακόμη και στα πιο κρίσιμα ζητήματα.
Ωστόσο η ισχυρή, σήμερα, ελληνοαμερικάνικη συνεργασία δεν αποτελεί ένα αντίβαρο στη στενότερη συνεργασία Άγκυρας-Μόσχας με δεδομένο ότι και οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας διάγουν δύσκολες μέρες;
Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ήσαν σταθερά καλές τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τα όποια προβλήματα της εκάστοτε συγκυρίας. Αυτό που άλλαξε είναι η συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία δεν δείχνει να κάμπτεται από τις αντιδράσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, με τον ίδιο βαθμό τουλάχιστον που αυτό συνέβαινε στο παρελθόν. Οι φραστικές διακηρύξεις βεβαίως και είναι χρήσιμες αλλά από μόνες τους δεν αρκούν ειδικά όταν προέρχονται κυρίως από διπλωματικής πλευράς και όχι από την πολιτική ηγεσία της συγκεκριμένης χώρας. Όσον αφορά μάλιστα το ΝΑΤΟ, επισημαίνω και πάλι ότι η στάση ουδετερότητας στην πράξη ευνοεί την τουρκική προκλητικότητα.
Στο ζήτημα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που βρίσκονται στις τούρκικες φυλακές είστε αισιόδοξος ότι το θέμα θα επιλυθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα;
Το εύχομαι και το ελπίζω, αλλά δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν και τι προσπάθειες γίνονται σε παρασκηνιακό επίπεδο. Αυτό που με ανησυχεί είναι ο απαράδεκτος «συμψηφισμός», τον οποίο επιχειρεί ξεκάθαρα πλέον η Άγκυρα, της μη έκδοσης των 8 Τούρκων αξιωματικών με τη συγκεκριμένη περίπτωση που είναι εντελώς διαφορετική. Και με ανησυχεί επίσης το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει διαψεύσει τους ισχυρισμούς Ερντογάν ότι υποσχέθηκε την έκδοσή τους ως μη όφειλε. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι πρέπει να ενταθούν οι διπλωματικές προσπάθειες και πιέσεις για την επιστροφή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.
Να περάσουμε και στο έτερο εθνικό θέμα, την επίλυση του ζητήματος με την ΠΓΔΜ. Η πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού της γειτονικής χώρας Ζόραν Ζάεφ που απέκλεισε το ενδεχόμενο ένταξης της χώρας του στο ΝΑΤΟ αν προηγουμένως δεν έχει λυθεί το ζήτημα της ονομασίας δεν υποδηλώνει ότι, ίσως για πρώτη φορά, γίνονται σοβαρά βήματα για την επίλυση του θέματος;
Δεν δίστασα να επισημάνω από την πρώτη στιγμή ότι είναι πολυτέλεια για την Ελλάδα να συντηρεί και άλλα ανοιχτά μέτωπα με τους γείτονές της, εκτός από αυτό με την Τουρκία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει συμφωνία με κάθε κόστος και με απεμπόληση των ιστορικών δικαίων μας. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι τα λάθη τακτικής που έγιναν από την κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση δεν θα οδηγήσουν σε μία κακή συμφωνία.
Κύριε Δένδια, πιστεύετε ότι το ζήτημα με την ΠΓΔΜ θα έλθει προς ψήφιση στην ελληνική Βουλή; Και αν ναι, ποια στάση πρέπει να κρατήσει η ΝΔ;
Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να φέρει τη συμφωνία, εάν και εφόσον αυτή επιτευχθεί, στη Βουλή. Η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξυπακούεται ότι εξαρτάται από το περιερχόμενο της συμφωνίας. Εάν είναι επωφελής, η Νέα Δημοκρατία θα πράξει το καθήκον της ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Παρότι η κυβέρνηση επιχείρησε να διχάσει την αξιωματική αντιπολίτευση με την πρακτική της στο συγκεκριμένο ζήτημα, κρατώντας την παράλληλα στο σκοτάδι μέχρι πριν λίγες ημέρες για την πορεία και το περιεχόμενο των συνομιλιών, το εθνικό συμφέρον προέχει του κομματικού. Αλλά εάν είναι επιζήμια η συμφωνία για τα εθνικά συμφέροντα, είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να την ψηφίσουμε.
Κύριε Δένδια, πώς σχολιάζετε την τοποθέτηση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, μέσω άρθρο του στην “Καθημερινή” ότι «το Κίνημα Αλλαγής είναι απαραίτητος εταίρος της μεγάλης σύγκλισης» και τη ρήση του «άλλωστε έχουμε πια κοινό έργο να υπερασπιστούμε»; Συμφωνείτε με τις παραπάνω τοποθετήσεις;
Κάθε άποψη είναι σεβαστή, και προσωπικά δεν είχα κανένα πρόβλημα στη συνεργασία μου με στελέχη της Κεντροαριστεράς στα υπουργεία στα οποία θήτευσα το 2012-2014. Αλλά εκτιμώ ότι η Νέα Δημοκρατία οφείλει να έχει ως κύριο στόχο την αυτοδυναμία ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις και τις ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα συνεργασιών με άλλες μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, ακόμη κι αν έχουμε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Αλλά ο κύριος στόχος μας είναι να μην υπάρχει η «δαμόκλειος σπάθη» της απώλειας της δεδηλωμένης λόγω ενδεχόμενων διαφωνιών του κυβερνητικού εταίρου στην εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση ο ελληνικός λαός είναι αυτός που θα υποδείξει με την ψήφο του αν πρέπει να υπάρξει συνεργασία με το Κίνημα Αλλαγής ή όχι.
Αναφορικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος πιστεύετε αφενός ότι είναι επιβεβλημένη και αφετέρου ότι η ΝΔ πρέπει να είναι παρούσα στο κυβερνητικό κάλεσμα με συγκεκριμένες προτάσεις;
Αποτελεί πάγια θέση μου ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι πανάκεια για το δημόσιο βίο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει όντως ζήτημα προσαρμογής στα νέα δεδομένα (όπως π.χ. για τη δυνατότητα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων) και επίλυσης υπαρκτών προβλημάτων. Η αναθεώρηση όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση την τρέχουσα συγκυρία, ούτε πρέπει να γίνει «πυροτέχνημα» της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Είναι ώρα επιτέλους να επιδείξει στοιχειώδη θεσμική σοβαρότητα η κυβέρνηση και να σταματήσει να επιδίδεται σε μικροκομματικά παίγνια. Από εκεί και πέρα, ο κ. Μητσοτάκης είναι βέβαιο ότι θα σταθμίσει όλα τα δεδομένα, σχετικά με την ενδεδειγμένη στάση της Νέας Δημοκρατίας».
Τέλος, κύριε Δένδια, αναφορικά με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια τον προσεχή Αύγουστο, θα είναι μια «καθαρή έξοδος» όπως λέει η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση επιμένει στην προσπάθεια απόκρυψης της πραγματικότητας για την οικονομία, αλλά αυτοδιαψεύδεται, καθώς ακόμη και ο υπουργός Οικονομικών παραδέχεται τι πραγματικά ισχύει. H δήθεν «καθαρή έξοδος» από το Μνημόνιο έγινε ήδη «πρόγραμμα μεταμνημονιακής παρακολούθησης», δηλαδή ένα νέο πρόγραμμα χωρίς χρήματα αλλά και με δέσμευση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ για πρωτογενή πλεονάσματα ισοδύναμα με το 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και με στενή παρακολούθηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Την ίδια στιγμή ισχύουν και οι υπόλοιπες δεσμεύσεις της στους δανειστές, όπως η περικοπή των συντάξεων από το 2019 και η μείωση του αφορολόγητου. Η προσπάθεια συνεπώς της κυβέρνησης να βαφτίσει το κρέας… «ψάρι» και να μιλήσει για «καθαρή έξοδο» δεν πείθει ούτε τους υπουργούς της.