Μεταξύ άλλων, ο αρχηγός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αναφερόμενος στους πλειστηριασμούς, ζήτησε την προστασία των κατοικιών των πραγματικά αδύναμων, καλώντας την κυβέρνηση να εξασφαλίσει «επιτέλους, ότι οι πλειστηριασμοί θα ξεκινήσουν από τις βίλες στη Μύκονο και τα εξοχικά των πολλών εκατομμυρίων».
«Ας ξεκινήσουν οι τράπεζες με τα ακίνητα μεγαλύτερης αξίας. Αυτό από μόνο του θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Όχι από τις μικροϊδιοκτησίες των αδυνάμων» είπε χαρακτηριστικά.
Και προσέθεσε: «Και αν στο νόμο Κατσέλη έχουν παρεισφρήσει “στρατηγικοί κακοπληρωτές”, αυτοί να εντοπιστούν. Η Νέα Δημοκρατία είχε, έχει και θα έχει ως ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της, την προστασία των πιο ευάλωτων συμπολιτών μας. Θυμίζω ότι η Νέα Δημοκρατία παρέδωσε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ένα αποτελεσματικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε από το “κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη” στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας χωρίς κανένα όριο».
«Πρωταρχικό μέλημα της Πολιτείας οφείλει να είναι η αποκάλυψη και η τιμωρία των “στρατηγικών κακοπληρωτών”. Των πονηρών που εκμεταλλεύονται το πλαίσιο προστασίας του κράτους για τους αδύναμους. Το οφείλουμε σε όλους τους συνεπείς δανειολήπτες που, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους» τόνισε ακόμη.
ΣΥΡΙΖΑ: Μικρή συμμετοχή, μεγαλύτερη φθορά
Αναφερόμενος εν γένει στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ο κ. Μητσοτάκης είπε: «Το επιχειρείν σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκε με το κράτος και ως εκ τούτου το κράτος λειτούργησε πελατειακά απέναντι όχι μόνο στους πολίτες, αλλά και στην επιχειρηματική κοινότητα. Η πολιτική του υπερπλεονάσματος έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί βλάβη στην πραγματική οικονομία. Διότι μειώνει τη δυνατότητα ανάπτυξής της. Κλαδεύει το δέντρο πολύ πριν αυτό είναι σε θέση να δώσει καρπούς. Και όλα αυτά γίνονται για να ικανοποιηθούν ιδεοληψίες και να στηθούν ψεύτικες επικοινωνιακές φιέστες. Δήθεν παίρνουμε από την μεσαία τάξη για να στηρίξουμε με επιδόματα τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα. Αυτή η πολιτική αποτελεί προβληματική συνταγή για τη χώρα. Όπως κάθε πολιτική που εμπνέεται από λαϊκισμό και ιδεολογικές αγκυλώσεις. Και βέβαια, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη βασική θέση της Νέας Δημοκρατίας που θα έπρεπε να αποτελεί και τον εθνικό μας στόχο: την αποκλιμάκωση των πρωτογενών πλεονασμάτων».
«Επομένως» συνέχισε, «για να επαληθευτεί η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για ετήσια αύξηση 1,6%, το τέταρτο τρίμηνο θα πρέπει να καταγραφεί αύξηση του ΑΕΠ κατά 3%, γεγονός που καθιστά την κυβερνητική πρόβλεψη τουλάχιστον υπεραισιόδοξη».
«Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης από μόνη της ήταν ένα υποχρεωτικό αλλά όχι ικανό βήμα για να πετύχουμε αυτό το στόχο. Και βέβαια, οφείλω να επισημάνω ότι η τρίτη αξιολόγηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη στη συνείδηση των πολιτών με την υπόθεση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας. Τα πιο πολλά σημαντικά θέματα, με κορυφαίο αυτό της βιωσιμότητας της ΔΕΗ μετατέθηκαν για το μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, μετά το τέλος του προγράμματος η χώρα πρέπει να δανείζεται από τις αγορές με λογικά επιτόκια. Σήμερα αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβεί» είπε ακόμη.
Για την έξοδο στις αγορές, ο πρόεδρος της ΝΔ είπε ότι «με περισσή ελαφρότητα, η κυβέρνηση ευαγγελίζεται μια δήθεν “καθαρή έξοδο” από το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018: δυστυχώς δεν υπάρχει “καθαρή έξοδος” το 2018. Αντίθετα, βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μια απόπειρα εξαπάτησης του ελληνικού λαού. Διότι γνωρίζουμε πολύ καλά τα επιπλέον μέτρα που πρόκειται να επιβληθούν από το 2019. Μέτρα μείωσης συντάξεων και μείωσης του αφορολογήτου ορίου που ψήφισε η κυβέρνηση Τσίπρα υπογράφοντας το de facto 4ο Μνημόνιο, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2023 και διαρκή λιτότητα μέχρι το 2060. «Καθαρή έξοδος» λοιπόν δεν υπάρχει με κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτό που χρειάζεται είναι η πραγματική έξοδος από τη κρίση μέσα από ένα μεταρρυθμιστικό ηλεκτροσόκ. Και αν αυτή η λέξη τρομάζει κάποιους, τους λέω ότι το μεγαλύτερο ρίσκο σήμερα είναι το ρίσκο της αδράνειας».
Για την γενιά των 360 ευρώ, ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «το brain drain σε συνδυασμό με την αρνητική δημογραφική τάση συνιστούν εκρηκτικό μηχανισμό στα θεμέλια της οικονομίας μας. Η Ελλάδα είναι μία αναπτυγμένη χώρα. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετακινηθεί προς δραστηριότητες που βασίζονται σε φθηνά και ανειδίκευτα εργατικά χέρια. Ο στόχος μας πρέπει να είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας όχι όμως με περαιτέρω μείωση του εργασιακού κόστους, όχι δηλαδή με χαμένες γενιές των 360 ευρώ. Το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες του, οφείλει να παράγει αποφοίτους με δεξιότητες οι οποίοι να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες μιας οικονομίας που πρέπει να μετασχηματιστεί γρήγορα. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, την οποία έχουμε σχεδιάσει. Δεν είναι χρονικά εφικτό να αναφερθώ σε μεγάλη λεπτομέρεια σήμερα σε αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα. Η δημόσια εκπαίδευση για εμάς δεν είναι απλώς ένα μέσο για την ώθηση της οικονομίας προς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η δημόσια εκπαίδευση ήταν και παραμένει στη χώρα μας ο βασικότερος μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας και δημιουργίας ευκαιριών για τους πιο αδύναμους».