Την παραδοχή πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ασκήσει ουσιαστική εξωτερική πολιτική παρά την οικονομική κρίση και ότι δεν ασκήθηκε καμία πίεση που να συνδέεται με την οικονομική αδυναμία της χώρας, εξέφρασαν οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη και Ευάγγελος Βενιζέλος στις ομιλίες τους σε ημερίδα του περιοδικού Foreign Affairs, με θέμα: «Εθνικά θέματα & οικονομικές πιέσεις», που πραγματοποιήθηκε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Καταθέτοντας την εμπειρία της από τη θητεία της στο υπουργείο Εξωτερικών, η κ. Μπακογιάννη είπε πως «ένας από τους γνωστούς μύθους στην εξωτερική πολιτική είναι πόσο πολύ μας πιέζουν οι ξένοι και οι ξένοι θα έρθουν τώρα που μας βρήκανε αδύνατους, τώρα που μας βρήκανε μπόσικους και θα ζητήσουν ανταλλάγματα για τη στήριξή τους», ξεκαθαρίζοντας ωστόσο πως δεν έχει μια τέτοια αίσθηση.
Ακόμα και σε διάφορες δύσκολες στιγμές, είχαμε πιέσεις, αλλά ήταν πιέσεις πολιτικές στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, σημείωσε η κ. Μπακογιάννη τονίζοντας πως δεν ένιωσε πως η κατάσταση της χώρας χειροτέρεψε.
Σε αυτό το πλαίσιο μετέφερε την αίσθησή της ότι «η σημερινή κυβέρνηση δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να επικοινωνήσει ένα μήνυμα ότι πιέζεται, ότι υπάρχουν προβλήματα για να δικαιολογήσει ουσιαστικές ανεπάρκειες στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής».
Υποστήριξε, ειδικότερα, πως «στη φάση αυτή βρισκόμαστε με αδυναμία στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διαχρονικά υποστηρίξει όλα τα αντίθετα από αυτά που σήμερα κάνει», προσθέτοντας πως αυτό εκ των πραγμάτων μειώνει την αξιοπιστία του εκφράζοντος την πολιτική αυτή.
Υπό αυτό το πρίσμα, κρίσιμο θέμα για την κ. Μπακογιάννη στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι η συνέπεια, η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα.
Επίσης, διατύπωσε την άποψη πως η συσσωρευμένη ελληνική εμπειρία είναι χρήσιμη στην περιοχή και θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί πολύ περισσότερο η ελληνική εξωτερική πολιτική, επισημαίνοντας πως η Ελλάδα ως έντιμος συνομιλητής και διαμεσολαβητής είναι μια χώρα που έχει πάρα πολλά να δώσει.
Σύμφωνα με την πρώην υπουργό Εξωτερικών, «στην εξωτερική πολιτική έχεις επιτυχία από την ώρα που μπορείς να προσφέρεις σε θέματα που δεν σε αφορούν ευθέως για να κερδίσεις αξιοπιστία στα υπόλοιπα».
Ο κ. Βενιζέλος, από τη μεριά του, καταθέτοντας επίσης την εμπειρία του από τη θητεία του στα υπουργεία Άμυνας, Εξωτερικών και την αντιπροεδρία της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, κατέστησε σαφές πως από το 2010 μέχρι το 2015 δεν ασκήθηκε καμία πίεση η οποία να συνδέεται με την οικονομική αδυναμία της χώρας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας.
Διατυπώνοντας ρητορικά τα ερωτήματα αν η Ελλάδα ήταν ενδοτική στην εξωτερική πολιτική υπό τον κίνδυνο χρεοκοπίας αναζητώντας δάνεια, αν ασκήθηκαν προς αυτήν και πολύ περισσότερο αν αποδέχτηκε μη συνήθεις και μη εύλογες πιέσεις οι οποίες ήταν φανερό ότι οφειλόντουσαν στην οικονομική της αδυναμία και αν η οικονομική κρίση αποδυνάμωσε την εθνική ισχύ, τόνισε κατηγορηματικά πως δεν ασκήθηκε πίεση σε σχέση με τον κατάλογο των εθνικών θεμάτων, δεν ασκήθηκε κάποια πίεση μεγαλύτερη ή διαφορετικής υφής από αυτή που θα μπορούσε να είχε ασκηθεί μέχρι το 2010.
Από τον Ιανουάριο του 2015, ωστόσο, παρατήρησε αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής, σημειώνοντας πως με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης «έχουμε διασύνδεση της οικονομικής διαπραγμάτευσης με τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας».
Στη συνέχεια έθεσε θέμα αν υπάρχει κοινή συνεργασία και συναντίληψη μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και υπουργείου Εθνικής Αμύνης σε πάρα πολύ σοβαρά ζητήματα, από την πρόταση για αμερικανική βάση στην Κάρπαθο μέχρι την πρόταση για συνεκμετάλλευση με τις ΗΠΑ των φυσικών πόρων του Αιγαίου. «Το υπουργείο Άμυνας με το υπουργείο Εξωτερικών δεν επικοινωνεί καθόλου αυτή τη στιγμή. Είναι αδιανόητο να σκεφτεί ότι ο Έλληνας ΥΠΕΞ με τον υπουργό Αμύνης δεν είναι σε ανοικτή γραμμή» σημείωσε στο ίδιο μήκος κύματος και η Ντόρα Μπακογιάννη.
Τέλος, ο κ. Βενιζέλος τόνισε την ανάγκη εθνικής συναίνεσης και στοιχειώδους συνεννόησης, εκφράζοντας όμως την απαισιοδοξία του για την επίτευξή της. Όπως υποστήριξε, για λόγους κατώτερους των εθνικών περιστάσεων δημιουργείται ένα πολιτικό κλίμα που δεν επιτρέπει το διάλογο με βάση την κοινή αίσθηση εθνικής πολιτικής.