Στην Δέσποινα Κονταράκη
Τον συμβούλευε με αγάπη και πολύ χιούμορ να αδυνατίσει. Τον έπαιρνε ο ίδιος τηλέφωνο να του ευχηθεί για τη γιορτή του. Τον θεωρούσε μέλος της οικογένειάς του και το σπίτι του στο Ακρωτήρι Χανίων ή στη Γλυφάδα ήταν πάντα ανοικτό για εκείνον.
Ο Μανώλης Κονταρός νιώθει ευλογημένος που γνώρισε τον άνθρωπο και πολιτικό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που τον τίμησε με τη φιλία του, με τον τρόπο που τιμούν οι Κρητικοί, απλόχερα και δυνατά. Ο γνωστός τραγουδιστής και λυράρης ανήκει στο στενό πυρήνα των ανθρώπων εκείνων που συνδέθηκαν με την οικογένεια Μητσοτάκη με κάτι πιο ισχυρό ακόμα και από τους δεσμούς αίματος: με τους όρκους της τιμής και της φιλίας.
Τον ρωτάμε ποιο είναι το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο νου από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αρνείται να διαλέξει ανάμνηση γιατί είναι όλες το ίδιο πολύτιμες. Βρέθηκαν μαζί στα καλά αλλά και στα δύσκολα. Στα τραπεζώματα στο σπίτι στα Χανιά, με παραδοσιακό πιλάφι και βραστό, που λάτρευε ο πρόεδρος, με γραβιέρα και παγωμένη τσικουδιά που σερβίρονταν πάντα στο τέλος του γεύματος, στους γάμους και στα βαφτίσια παιδιών και εγγονιών, αλλά και στις αναποδιές και στις αρρώστιες.
Με την κουμπάρα του, την Ντόρα Μπακογιάννη (του έχει βαφτίσει τη μεγάλη του κόρη, την Αννα), είχε και έχει μια ξεχωριστή σχέση. Σε άλλο επίπεδο ήταν η σχέση με τον πατριάρχη της οικογένειας.
«Οποτε με έβλεπε, με ρωτούσε νέα για τους φίλους στο χωριό, για τους γονείς μου, πώς πάνε τα παιδιά στο σχολείο. Ηθελε να μαθαίνει τα πάντα, είχε την έννοια όλων μας και δεν το έκανε από πολιτικάντικη ευγένεια. Ηταν πιστός στους φίλους του και θυμόταν και τα πιο απλά πράγματα που τους απασχολούσαν», λέει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο Μανώλης Κονταρός.
Για αυτό και δεν θα ξεχάσει τις φορές που έπιαναν το τραγούδι γύρω από το οικογενειακό τραπέζι.
«Λάτρευε τα ριζίτικα. Το αγαπημένο του ήταν το “Σε ψηλό βουνό”, ενώ της Ντόρας είναι το “Ητανε μια φορά”. Τα λέγαμε πάντα αυτά τα τραγούδια και εκείνος τραγουδούσε μαζί μας. Τις θεωρούσε ιερές τις ώρες με τα παιδιά και τα εγγόνια του. Το ίδιο και η Μαρίκα Μητσοτάκη. Ηταν κανόνας τους απαράβατος να συναντιέται η οικογένεια και να τρώει μαζί τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, όποτε βέβαια το επέτρεπαν και οι πολιτικοί ρυθμοί».
Η περίφημη ψυχραιμία και η αυτοπειθαρχία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη δεν τον εγκατέλειπαν ποτέ. Είτε επρόκειτο για τις καθημερινές απολαύσεις -«έτρωγε και έπινε με μέτρο»- είτε για τις αναποδιές της ζωής. «Ηταν βράχος δύναμης. Αν κάποιοι το έβλεπαν απ’ έξω, μπορεί να τους φαινόταν σκληρός, όμως δεν ήταν. Ηταν δυνατός για λογαριασμό όλων».
Για τον Μανώλη Κονταρό ένα ξεχωριστό χάρισμα του Μητσοτάκη ήταν ότι «έπιανε» αμέσως τα ταλέντα και τα προτερήματα των ανθρώπων του. «Ηταν πολύ έξυπνος. Αν σου έδινε εκείνος μια συμβουλή, σημαίνει πως ήταν και η σωστή. Εγώ το ένιωσα πολλές φορές στη ζωή μου. Και αν ήθελε κάτι να πει, δεν μασούσε τα λόγια του. Ντόμπρος άνθρωπος και με χιούμορ. Θυμάμαι που μου έλεγε συχνά να αδυνατίσω», θυμάται με πικρό χαμόγελο ο λυράρης.
Η οικογένεια Μητσοτάκη στάθηκε δίπλα στον Κονταρό τη δύσκολη εποχή του τροχαίου ατυχήματος. Διακριτικά και ανθρώπινα, έσκυψαν από πάνω του και δεν έφυγαν ούτε λεπτό μέχρι να είναι απολύτως σίγουροι πως δεν κινδύνευε η ζωή του. «Ο πρόεδρος, η Ντόρα, όλοι τους στάθηκαν δίπλα μου. Πώς να τα ξεχάσεις αυτά;».
Τελευταία φορά που είδε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ήταν πριν από μερικούς μήνες στο γραφείο του. «Με ρώταγε για τα Χανιά, για τον πατέρα μου, τον Κονταρογιάννη, αλλά και τι μου λένε οι νέοι άνθρωποι για τη χώρα. Η πορεία της Ελλάδας τον ένοιαζε. Για αυτό και πικραινόταν, ότι δεν τον άκουσαν όταν έπρεπε».
Τον ρωτώ ποια χαρακτηριστικά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη έχουν πάρει ο Κυριάκος και η Ντόρα. Απαντά χωρίς δισταγμό: «Θα σου πω και βάλε τα με κεφαλαία: την ειλικρίνεια, την ντομπροσύνη και την τιμή του».
Η μαντινάδα που αφιέρωσε ο λυράρης στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη:
«Ευλαβικά στη σκέψη μου
σας φέρνω και βουρκώνω
σας είχα σαν πατέρα μου
και όχι φίλο μόνο.
Καλό ταξίδι, σύντεκνέ μου»