Η συγκεκριμένη ρύθμιση προβλέπει:
Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του φυσικού προσώπου για το εισόδημα αυτό.
Για να υπαχθεί ο αλλοδαπός συνταξιούχος σε εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, για το εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή, θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) να μην ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας τα προηγούμενα πέντε από τα έξι έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, και
Συντάξεις: Τι θα γίνει με τα αναδρομικά; - Τα σενάρια που εξετάζει το υπ. Εργασίας [Τα ποσά ανά Ταμείο]
β) να μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία από κράτος με το οποίο είναι σε ισχύ συμφωνία διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας με την Ελλάδα.
Ο φόρος με συντελεστή 7 % καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος σε μία δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και δεν συμψηφίζεται με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις ή τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα του προσώπου που έχει υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης.
Η αίτηση μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας με υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή κατά το παρόν άρθρο υποβάλλεται στη Φορολογική Διοίκηση από το φυσικό πρόσωπο συνταξιούχο μέχρι τις 31 Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους.
Εντός εξήντα ημερών από την υποβολή της αίτησης, η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση, με την οποία την εγκρίνει ή την απορρίπτει. Ειδικά για τις αιτήσεις μεταφοράς φορολογικής κατοικίας που θα υποβληθούν εντός του έτους 2020, η προθεσμία υποβολής της σχετικής αίτησης ορίζεται στις 30.09.2020.
Οι διατάξεις έχουν εφαρμογή και για τα φυσικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις και έχουν ήδη μεταφέρει τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος καταβάλλεται εντός τριάντα ημερών από την έγκριση της αίτησης του φορολογουμένου σύμφωνα με την παρούσα.
Η εφαρμογή του μέτρου αρχίζει από το επόμενο φορολογικό έτος για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση του φυσικού προσώπου για την υπαγωγή του στις διατάξεις του παρόντος και λήγει μετά το πέρας δέκα φορολογικών ετών. Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των 10 ετών.