Στις διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν το απόγευμα της Πέμπτης η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα αντιλήφθηκε ότι διαπραγματευόταν κυρίως με το ΔΝΤ. Κατάλαβε επίσης γιατί οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών έκαναν απανωτές εκκλήσεις στην ελληνική πλευρά να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση μέχρι και το τέλος του 2016.
Μετά και το «πράσινο φως» που άναψε από τον Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και την αποδοχή από την ελληνική πλευρά των πρόσθετων μέτρων μετά το 2019, το ΔΝΤ επανήλθε σε όλες τις απαιτήσεις που είχε από το δεύτερο Μνημόνιο σε θέματα όπως το εργασιακό, όπου το Ταμείο ζητά ξεκάθαρα πλήρη απορρύθμιση.
Μέχρι και τον Νοέμβριο η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει το αίτημα των Ευρωπαίων δανειστών για αύξηση του μηναίου ορίου απολύσεων από το 5% σήμερα στο 10% και την άρση (ή έστω τη μετατροπή) της υπουργικής έγκρισης με αντάλλαγμα την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κλαδικών επίπεδο.
Τις προηγούμενες μέρες το ΔΝΤ ζήτησε πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, επαναφορά του μέτρου της ανταπεργίας και την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου. Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θεωρεί ότι είναι καλύτερα να μείνουν σε επίπεδο επιχειρήσεων, αφού έτσι οι μισθοί διαμορφώνονται με βάση τις δυνατότητες της αγοράς. Χαρακτήρισε μάλιστα το ελληνικό αίτημα για κλαδικές συμβάσεις πισωγύρισμα σε μια εποχή υψηλού κόστους εργασίας και χαμηλής παραγωγικότητας.
Το εργασιακό επανήλθε ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Κόκκινα δάνεια
Δεν θα είναι το μόνο όμως, αφού ήταν έντονες και οι πιέσεις του Ταμείου για απτά αποτελέσματα στο θέμα της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων, με πρώτο βήμα την αυτόματη έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών αλλά και της άμεσης εφαρμογής του εξωδικαστικού μηχανισμού για τις επιχειρήσεις.
Το ίδιο δύσκολη είναι και η διαπραγμάτευση και για τα πρόσθετα μέτρα (και τα αντίμετρα) που συμφωνήθηκαν επίσης στο Eurogroup του Φεβρουαρίου να ισχύσουν από το 2019.
Ερευνα ΕΤ: Λίγο πιο φθηνά φέτος τα κρέατα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι
Το ΔΝΤ ζητά σταθερά μέτρα 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρώ), τα οποία αναλύονται σε 1% του ΑΕΠ περισσότερα έσοδα από την περικοπή του αφορολογήτου που θα εφαρμοστεί από την 1η/1 2019 και 1% του ΑΕΠ από την περικοπή συντάξεων που σύμφωνα με τους θεσμούς θα πρέπει να εφαρμοστεί από το 2020. Η διαπραγμάτευση εδώ βρίσκεται ακόμη στην αρχή, αφού δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη το ύψος του αφορολογήτου, ούτε όμως και οι παράμετροι για τις περικοπές στις συντάξεις. Ειδικά για τις συντάξεις, η ελληνική πλευρά επιμένει οι όποιες περικοπές αποφασιστούν να εφαρμοστούν σταδιακά σε διάστημα 2-3 ετών, κάτι που μέχρι στιγμής δεν θέλει να ακούσει το ΔΝΤ.
Η ελληνική πλευρά συνεχίζει να ελπίζει ότι μπορεί να πείσει το επόμενο διάστημα το Ταμείο να μειώσει το λογαριασμό των μέτρων στο 1,7% ή ακόμη και το 1,5% του ΑΕΠ.
Στα αντισταθμιστικά ή θετικά μέτρα υπάρχουν επίσης διαφορές σε ό,τι αφορά τους φόρους που θα θέλει να μειώσει η ελληνική πλευρά και ειδικότερα την ελάφρυνση στον ΕΝΦΙΑ που θα επιχειρηθεί μέσω του νέου φόρου περιουσίας, καθώς θεωρείται από τους δανειστές ο φόρος στον οποίο παρουσιάζεται η μεγαλύτερη εισπραξιμότητα. Αντιδράσεις υπάρχουν ακόμη και για δαπάνες που αφορούν τη συμμετοχή των φαρμάκων που θέλει να καταργήσει η ελληνική πλευρά, αλλά και για μειώσεις φόρων που θεωρούνται επιδοματική πολιτική χωρίς αντίκρισμα στο ρυθμό ανάπτυξης.
Σχέση αγάπης και μίσους
Την ίδια ώρα, σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Le Parisien» η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ αποκάλυψε μια σχέση αγάπης και μίσους της κυβέρνησης με το Ταμείο. «Για να δεσμευθούμε δίπλα στην Ελλάδα -πράγμα που μου έχει ζητήσει ο Ελληνας πρωθυπουργός-, εκτός από τις μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να είναι βιώσιμο το χρέος της χώρας», δήλωσε η κ. Λαγκάρντ, επαναφέροντας σε πρώτο πλάνο το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, θυμίζοντας παράλληλα και την επιστολή-πρόσκληση του πρωθυπουργού για βοήθεια από το Ταμείο στις 23 Ιουλίου του 2015.
Απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η κ. Λαγκάρντ επιμένει ότι εκτός από τις μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να έχουμε και απομείωση του χρέους. Επαναλαμβάνει επίσης για πολλοστή φορά ότι με τον όρο αναδιάρθρωση δεν εννοεί το κούρεμα. «Απαιτεί μια αναδιάρθρωση που θα μπορούσε να γίνει με διάφορες ενέργειες, όπως με σημαντική επιμήκυνση των αποπληρωμών ή με πολύ χαμηλά τα ανώτατα όρια των επιτοκίων».
Αναφορικά με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να πεισθούν οι πιστωτές, η διευθύντρια του ΔΝΤ εξηγεί: «Παίρνουμε το ραβδί του προσκυνητή και περιοδεύουμε, εξηγώντας και ξαναεξηγώντας και ξαναεξηγώντας. Αυτό προσπαθώ να κάνω», υπογράμμισε.
Τάσος Δασόπουλος
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου