Συγκεκριμένα αναφέρει ότι στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και θεσμών οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων έχουν τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με το ΔΝΤ ειδικότερα να καλεί σε περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που θα περιορίσουν τα δικαιωμάτων εργαζομένων και συνδικάτων.
Ο αρθρογράφος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του αρχικά στο ζήτημα των απεργιακών κινητοποιήσεων, θέμα επί του οποίου το ΔΝΤ ζητά αλλαγές, σημειώνοντας ότι στην τελευταία του έκθεση για τη χώρα, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι η νομοθεσία για τις απεργιακές κινητοποιήσεις δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1980 και ότι αυτό «θα μπορούσε να εξηγήσει τον μεγάλο αριθμό απεργιών στην Ελλάδα, ο οποίος -ακόμη και πριν από την κρίση- υπερέβαινε κατά πολύ τα επίπεδα άλλων χωρών». Στην έκθεση ζητείται ακόμα να αρθεί η απαγόρευση ανταπεργίας.
Δεν είναι αυτονόητο, σημειώνει το δημοσίευμα, ότι η μη αλλαγή νομοθεσίας από τη δεκαετία του 1980 αιτιολογεί αλλαγές σήμερα και επισημαίνει ότι τα στατιστικά στοιχεία του ΔΝΤ δεν υποστηρίζουν αυτό το επιχείρημα. Τα δεδομένα αναφέρονται σε γενικές απεργίες και όχι σε απεργίες σε επιχειρησιακό ή τομεακό επίπεδο, ενώ δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για απεργιακές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα σε αυτά τα επίπεδα. Επιπλέον, τα στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν ένα μόνο έτος, το 2002, και δεν αντιπροσωπεύουν ένα μέσο όρο για την περίοδο 2002 έως 2007. Πρόκειται για παραπλανητική και πρόχειρη απεικόνιση της πραγματικότητας, σχολιάζει ο αρθρογράφος.
Ταυτόχρονα, η θέση του ΔΝΤ για άρση απαγόρευσης της ανταπεργίας, αντιτίθενται σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο από ομάδα εμπειρογνωμόνων των θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, ΕΜΣ και ΔΝΤ) και των ελληνικών αρχών, για θέματα αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με την έκθεση εκείνη, η οποία άμεσα αγνοείται ή παρερμηνεύεται, δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις απεργιακές κινητοποιήσεις, ούτε παρατηρείται ανάγκη να τερματιστεί η απαγόρευση της ανταπεργίας. Σημειώνεται ειδικότερα ότι το ισχύον πλαίσιο έχει δημιουργήσει μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων με κανόνες αποδεκτούς και από τις δύο πλευρές.
Στο ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι η καλύτερη πρακτική θα ήταν για τα συνδικάτα, τους εργοδότες και τις εθνικές κυβερνήσεις να κρίνουν την κατάσταση, καθώς δεν θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το ΔΝΤ να αποφασίσουν για λογαριασμό των εργαζομένων. Μιλώντας πρόσφατα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο επίτροπος για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων Βιτένις Αντρουκάιτις, δήλωσε: «Η αναστολή της επέκτασης των τομεακών συμφωνιών και η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης δεν σημαίνει ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν εξαφανιστεί από την Ελλάδα». Υπό στενή έννοια έχει δίκιο -σημειώνει ο αρθρογράφος- αλλά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά. Επίσης, ο κανόνας της ευνοϊκότερης ρύθμισης είναι το ακριβώς αντίθετο από τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.
Η πλειοψηφία της ομάδας εμπειρογνωμόνων αναφέρει σαφώς ότι η Ελλάδα γνώρισε «τον κατακερματισμό και την αποσταθεροποίηση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αύξηση της ανισότητας και της φτώχειας». Επιπλέον, σημειώνει ότι «η διάβρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με όλες τις αρνητικές συνέπειες για τους μισθούς, θα συνεχιστεί, αν το ρυθμιστικό πλαίσιο παραμένει ως έχει».
Η ομάδα καθόρισε μια σαφή θέση για την υποστήριξη των τομεακών διαπραγματεύσεων και γενική εφαρμογή των συμφωνιών, παραθέτοντας δέκα πειστικούς λόγους για τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη αυτού του είδους συστήματος, όπως η δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις και η διασφάλιση δικαιότερων όρων αμοιβής και κοινωνικής προστασίας για τους ευάλωτους εργαζόμενους. «Γιατί το ΔΝΤ δεν το βλέπει αυτό;», αναρωτιέται ο αρθρογράφος.