Ολα τα παραπάνω δεν θα είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία, εάν δεν συνοδεύονταν από ένα νέο «λογαριασμό», που θα τον πληρώσουν πάλι οι πολίτες. Είναι ο τρίτος κατά σειρά που φέρνει αυτή η κυβέρνηση, μετά από εκείνους του καλοκαιριού του 2015 και της πρώτης αξιολόγησης την άνοιξη του 2016.
Το κακό είναι ότι δεν την παίρνουν πλέον στα σοβαρά οι Ευρωπαίοι δανειστές και εταίροι γιατί έχουν μεσολαβήσει τόσο η άτακτη υποχώρηση του 2015 όσο και αυτή του 2016. Ξέρουν δηλαδή πως οι «κόκκινες γραμμές» είναι για την εσωτερική κατανάλωση και όχι για τη διαπραγμάτευση γι’ αυτό και δεν έδειχναν ανήσυχοι το τελευταίο διάστημα.
Η συμφωνία της περασμένης Δευτέρας, στη συνεδρίαση του Εurogroup, για την επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα, αλλά και για τις βασικές παραμέτρους που θα οδηγήσουν στο κλείσιμο της αξιολόγησης, είναι χειρότερη και από τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις για δύο λόγους.
Αρχικώς, χάθηκε, χωρίς να έχει νόημα, πολύτιμος χρόνος για την ελληνική οικονομία, εξαιτίας της πολύμηνης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Οι αγορές και οι επενδυτές απεχθάνονται την αβεβαιότητα και τις παρατεταμένες εκκρεμότητες. Η καθυστέρηση αυτή είναι προφανές ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ανάπτυξη όσο και για τις τράπεζες, αφού η χώρα μας θα είχε ήδη μπει στο ζωτικής σημασίας πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (αγορά ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων).
Το μεγάλο πλήγμα, όμως, θα το δεχθούν οι πολίτες, οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης και μάλιστα χωρίς να έχει εξασφαλιστεί μέχρι στιγμής κανένα αντάλλαγμα για τη χώρα.
Η συμφωνία του Εurogroup αποτελεί μια νίκη κατά κράτος του ΔΝΤ, δεδομένου ότι ικανοποιούνται οι δύο βασικές επιδιώξεις που είχε θέσει από την αρχή του πρώτου Μνημονίου. Πρόκειται για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της μείωσης του αφορολογήτου και τον περιορισμό των υψηλών συντάξεων. Και οι δύο απαιτήσεις του διεθνούς οργανισμού γίνονται δεκτές, ενώ αρχικά καμία από τις δύο δεν αποτελούσε αντικείμενο της δεύτερης αξιολόγησης, αφού το ασφαλιστικό και η φορολογία είχαν αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι από την 1η Ιανουαρίου 2019, δηλαδή μετά τη λήξη του προγράμματος, θα πρέπει να έχουν τεθεί σε ισχύ τα μέτρα που θα ληφθούν τώρα (μείωση αφορολογήτου, αλλά και προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις) και θα νομοθετηθούν, ενώ το ύψος τους αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 2,7 και 3,6 δισ. ευρώ σε μόνιμη βάση.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι υποχωρήσεις αυτές θα προκαλέσουν εντονότατες αντιδράσεις και πολύ δύσκολα θα περνούσαν από τη Βουλή με την ισχνή πλειοψηφία που διαθέτει και για το λόγο αυτό έπρεπε να βρει ένα αφήγημα. Μας λέει ότι απέσπασε από τους δανειστές τη δέσμευση ότι σε περίπτωση που από το 2019 υπάρξει υπεραπόδοση του πρωτογενούς πλεονάσματος (3,5% του ΑΕΠ ετησίως), τότε το επιπλέον ποσό που θα προκύπτει θα το επιστρέφει στους πολίτες με διάφορους τρόπους (μείωση φορολογίας σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, μείωση ΕΝΦΙΑ και άλλων έμμεσων φόρων).
Οι εταίροι δεν είχαν κανένα πρόβλημα να μη δεχθούν κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα είναι το πώς θα επιτευχθεί αυτή η υπεραπόδοση. Ηδη το πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που ζητούν από την Ελλάδα οι εταίροι για μια περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών είναι τεράστιο. Δεν υπάρχει προηγούμενο σε κράτος-μέλος γιατί ένα τόσο μεγάλο πλεόνασμα μπορεί να επιτευχθεί συγκυριακά μία φορά, όχι πέντε συνεχόμενες φορές.
Συνεπώς, οι πολίτες θα πληρώσουν τα παραπάνω μέτρα, η δε επιστροφή που θα πάρουν, αν πάρουν, ως αντιστάθμιση θα είναι από ελάχιστη μέχρι ανύπαρκτη.
Ολα αυτά γίνονται γιατί οι Βόρειοι εταίροι μας θέλουν στο πρόγραμμα το ΔΝΤ για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Το κακό είναι πως η υποχώρηση της κυβέρνησης δεν συνοδεύεται ταυτόχρονα από κάποια ανταλλάγματα.
Οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί παραπέμπουν στο τέλος του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, τη λήψη μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους γιατί έχουν εκλογές τους επόμενες μήνες και δεν θέλουν αυτό να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ακραία λαϊκιστικά κόμματα στις δύο χώρες. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι του χρόνου θα το κάνουν, χωρίς να ζητήσουν κάποια άλλη υποχώρηση.
Σε εκκρεμότητα βρίσκεται και το άλλο μεγάλο θέμα για τη χώρα, αυτό της ποσοτικής χαλάρωσης. Οι εταίροι δεν αναμιγνύονται, λένε, γιατί η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη και θα αποφασίσει η ίδια εάν θα εντάξει ή όχι τη χώρα. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι συνδέει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα με εγγυήσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Η ένταξη καθυστέρησε ήδη, ενώ υπάρχει και ο κίνδυνος απόσυρσης του εν λόγω προγράμματος, που αποφασίστηκε με στόχο την αύξηση του πληθωρισμού, δεδομένου ότι τον Ιανουάριο βρέθηκε στο 1,8%.
Η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα στέλνει πολλαπλά μηνύματα στις αγορές για την ελληνική οικονομία, ενώ θα παρασύρει προς τα κάτω και τα επιτόκια δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ηδη, θα έπρεπε να είχαμε μπει στο πρόγραμμα εδώ και μήνες, ενώ κάθε μέρα που περνάει στην αναμονή μειώνει και τις πιθανότητες της ένταξης.
Βρυξέλλες, ανταπόκριση ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής