Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε προσφύγει ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά και ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά που ακύρωσε το εκκαθαριστικό σημείωμα με το οποίο είχε επιβληθεί σε πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρεία (έχει στην κυριότητά της ένα πλοίο) «έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης» ύψους 808.942 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010 («μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο») και είχε βεβαιωθεί το ποσό αυτό ταμειακά με πράξη του ίδιου του προϊσταμένου.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν, κατ΄ αρχάς, ότι πέρα από το πρώτο μνημόνιο που επέβαλε έκτακτη εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης, στο συνολικό καθαρό εισόδημα του οικονομικού έτους 2010 και κατά το παρελθόν με διάφορα άλλα νομοθετήματα είχαν επιβληθεί έκτακτες εισφορές στο εφοπλιστικό κλάδο.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπενθυμίζουν, ότι έκτακτη εισφορά είχε επιβληθεί:
– για την αντιμετώπιση έκτακτων και εξαιρετικά πιεστικών δημοσιονομικών αναγκών, όπως είναι το 1974 μετά τον πόλεμο στην Κύπρο,
– μετά τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη το έτος 1978,
Εορταστικό ωράριο: Κλειστά αύριο(26/12) τα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα
– το 1985 στο πλαίσιο προγράμματος για την σταθεροποίηση της οικονομίας και
– το 2009 σε περιορισμένο κύκλο νομικών προσώπων (σε αυτά των οποίων το καθαρό εισόδημα υπερέβαινε τα 5.000.000 ευρώ), υπολογιζόμενη με κλιμακούμενο συντελεστή 5 έως 10% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος.
Τώρα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόεδρο το Σωτήρη Ρίζο (συνταξιοδοτήθηκε) και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Ηρακλή Τσακόπουλο (παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα) στην υπ΄ αριθμ. 99/2017 απόφασή της, κατ΄ αρχάς επισημαίνει ότι «η έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης αποτελεί, πράγματι, έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιρειών, για την αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσης που σοβούσε στη χώρα, το εισόδημα δε χρησιμοποιείται ως δείκτης της οικονομικής δυνάμεως των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, αποτελεί δηλαδή το κριτήριο και συνακόλουθα την βάση επιβολής της εισφοράς».
Ακόμη, οι σύμβουλοι Επικρατείας σημειώνουν ότι στην εν λόγω εισφορά «υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών» και αυτή «δεν αποτελεί φόρο εισοδήματος».
Σε άλλο σημείο της απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, αναφέρεται ότι η ένδικη εισφορά «αποτελεί, πράγματι, έκτακτη οικονομική επιβάρυνση των νομικών προσώπων, κυρίως εταιρειών, για την αντιμετώπιση της οξύτατης οικονομικής κρίσης που σοβούσε στη χώρα, το εισόδημα δε χρησιμοποιείται ως δείκτης της οικονομικής δυνάμεως των υποκειμένων στην εισφορά προσώπων, αποτελεί δηλαδή το κριτήριο και συνακόλουθα την βάση επιβολής της εισφοράς. Στην εν λόγω εισφορά υπόκεινται και οι ναυτικές εταιρείες, οι οποίες αποτελούν ειδικό τύπο κεφαλαιουχικών εταιρειών».
Κατόπιν αυτών, η Ολομέλεια του ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που είχε κρίνει ότι η επίμαχη έκτακτη εισφορά «επιβάλλεται σε βάρος συγκεκριμένων, περιοριστικώς αναφερομένων προσώπων» μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ναυτικές εταιρείες του νόμου 959/1979 και ακύρωσε (το Διοικητικό Εφετείο) τη βεβαίωση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά που καταλόγιζε 808.942 ευρώ ως έκτακτη εισφορά στην εν λόγω εταιρεία.