Μάλιστα, σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στην έκθεση επισκόπησης του χρηματοοικονομικού τομέα της που δημοσιοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδας, οι τράπεζες θα μπορούσαν να μεταβιβάσουν τα προβληματικά δάνειά τους σε τιμή αρκετά χαμηλότερη από την ήδη απομειωμένη ισολογισμού, χωρίς να επηρεάζεται ο δείκτης κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ενδεικτικά, το σύνολο των καταγγελμένων δανείων ύψους 48 δισεκ. ευρώ, με αξία εξασφαλίσεων ύψους περίπου 22 δισεκ. ευρώ, θα μπορούσε δυνητικά να μεταβιβασθεί στο 30% της αξίας τους, ήτοι 14 δισεκ.
ευρώ χωρίς να γίνει χρήση του υφιστάμενου υπερβάλλοντος κεφαλαιακού αποθέματος.
Ηδη οι τράπεζες βρίσκονται σε συζητήσεις με funds και η στόχευση είναι η μείωση των προβληματικών δανείων κατά 10 δισ. ευρώ τον χρόνο την επόμενη τετραετία χωρίς εκτεταμένη απομείωση της αξίας ενεργητικού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέσω αναγκαστικών πωλήσεων.
Η ανάλυση της ΤτΕ καταδεικνύει ότι για ορισμένα είδη ανοιγμάτων και ειδικότερα για τα καταγγελμένα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια οι τράπεζες θα μπορούσαν να εξετάσουν συναλλαγές μεταβίβασης ανοιγμάτων για τις οποίες δεν θα υπάρχει επίπτωση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, εφόσος όμως απαλειφθούν τα εμπόδια στη διαχείριση των ΜΕΑ και δημιουργηθεί συνακόλουθα μια αποτελεσματική δευτερογενής αγορά τραπεζικών δανείων στην Ελλάδα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (76,3%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%) και των κατασκευών (52,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), της δημόσιας διοίκησης (7%), των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (30,9%).