Σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από μια πολύ πιο προσεκτική ανάγνωση της συγκεκριμένης διάταξης, οι στρεβλώσεις και οι αδικίες αυτές είναι οι εξής:
1. Εξαιρέσεις φυσικών προσώπων με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ευκολότερο τρόπο απόκτησης εισοδημάτων και μεγαλύτερες δυνατότητες πραγματοποίησης καταναλωτικών δαπανών, οι οποίοι μάλιστα φορολογούνται με πιο ευνοϊκά καθεστώτα. Από την υποχρέωση πραγματοποίησης ενός τόσο υψηλού ποσοστού καταναλωτικών δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξαιρούνται φορολογούμενοι με εισοδήματα προερχόμενα αποκλειστικά ή κυρίως από τόκους καταθέσεων, ομολόγων και ρέπος, μερίσματα και δικαιώματα (royalties), καθώς επίσης και όσοι αποκομίζουν κέρδη (υπεραξίες) από τοποθετήσεις σε μετοχές και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Ουσιαστικά, η υποχρέωση της πραγματοποίησης δαπανών με ηλεκτρονικές πληρωμές ύψους έως 30% επί του εισοδήματος -η οποία ενέχει τον κίνδυνο πρόσθετης επιβάρυνσης με φόρο 22% σε περίπτωση μη πραγματοποίησης του απαιτούμενου ποσού δαπανών- ισχύει μόνο για τα εισοδήματα από εργασία και από εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας. Αντιθέτως, για τα εισοδήματα από κινητές αξίες και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου (μετοχών, ομολόγων κ.λπ.), τα οποία αποκτώνται κατά κύριο λόγο από φορολογούμενους εύπορους και δυνάμενους να πραγματοποιήσουν μεγάλου ύψους καταναλωτικές δαπάνες, δεν ισχύει η συγκεκριμένη υποχρέωση. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τεράστιες στρεβλώσεις και αδικίες εις βάρος εκατομμυρίων φορολογουμένων που όχι μόνο μοχθούν για να αποκτήσουν τα εισοδήματά τους, αλλά φορολογούνται γι’ αυτά με πολύ πιο υψηλούς συντελεστές από εκείνους οι οποίοι αποκτούν εισοδήματα από κινητές αξίες ή και από υπεραξία εκμετάλλευσης κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, οι πρώτοι φορολογούνται με συντελεστές που κυμαίνονται από 9% ή 15% ή 22% έως και 45%, ενώ οι δεύτεροι με συντελεστές 5%, 10% ή 15% το πολύ.
2. Ευνοϊκότερη μεταχείριση στα υψηλά εισοδήματα, δυσμενέστερη στα μεσαία και στα χαμηλά. Μια άλλη αδικία που προκαλείται αφορά στη διάκριση που γίνεται εις βάρος φορολογουμένων με εισοδήματα μικρού και μεσαίου ύψους από εργασία ή και από ακίνητα. Συγκεκριμένα, οι φορολογούμενοι με ετήσια εισοδήματα από εργασία ή και από ακίνητα μέχρι 66.667 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν δαπάνες αξίας ίσης με το 30% των εισοδημάτων τους αυτών. Για όσους όμως το εισόδημα αυτών των κατηγοριών υπερβαίνει το όριο των 66.667 ευρώ, αρκεί οι δαπάνες που θα πραγματοποιηθούν να φθάσουν μέχρι τα 20.000 ευρώ για να αποφευχθεί η πληρωμή επιπλέον φόρου εισοδήματος με 22%. Κι αυτό διότι το ποσό των 20.000 ευρώ έχει τεθεί ως πλαφόν. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια οι έχοντες υψηλά εισοδήματα, και άρα μεγαλύτερα περιθώρια να ξοδεύουν χρήματα με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, να αρκούνται σε ποσοστά κάλυψης του ετησίου εισοδήματος χαμηλότερα του 30%, ενώ οι έχοντες χαμηλά και μεσαία εισοδήματα να είναι υποχρεωμένοι να φθάσουν οπωσδήποτε στο 30%, για να μην πληρώσουν τον έξτρα φόρο εισοδήματος του 22%.
Π.χ. ένας υψηλόμισθος με ετήσιες αποδοχές 200.000 ευρώ αρκεί να δαπανήσει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής 20.000 ευρώ, ήτοι 10% του ετησίου εισοδήματός του, για να απαλλαγεί από το… άγχος του 22%, ενώ ένας χαμηλόμισθος με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ θα πρέπει να δαπανήσει οπωσδήποτε με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσό ίσο με το 30% του εισοδήματός του. Ο πρώτος, αν και με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια πραγματοποίησης καταναλωτικών δαπανών, θα χρειαστεί ουσιαστικά να καλύψει ποσοστό μειωμένο στο 1/3 σε σχέση με τον δεύτερο.
Ποια είναι τα προγράμματα ΕΣΠΑ ενίσχυσης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις
3. Ευνοϊκότερη αντιμετώπιση και για όσους τα εισοδήματα προέρχονται κατά ποσοστό πολύ μεγάλο από πηγές μη υπαγόμενες στο μέτρο. Ετσι όπως έχει διατυπωθεί στο φορολογικό νομοσχέδιο η παράγραφος που προβλέπει την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης από τη βάση υπολογισμού του 30%, οι φορολογούμενοι των οποίων τα εισοδήματα από πηγές μη υπαγόμενες στο μέτρο του 30% καταλαμβάνουν ποσοστό μεγάλο στο σύνολο των εισοδημάτων τους θα είναι, αδίκως, περισσότερο ευνοούμενοι από αυτούς οι οποίοι έχουν εισοδήματα κυρίως ή αποκλειστικά από πηγές που υπάγονται στο μέτρο. Κι αυτό διότι η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στο άθροισμα των εισοδημάτων κάθε φορολογουμένου, δηλαδή καταλαμβάνει και εισοδήματα που δεν υπάγονται στο μέτρο του 30%.
Συνεπώς, σε πολλές περιπτώσεις φορολογουμένων με εισοδήματα προερχόμενα σε μεγάλα ποσοστά επί του συνόλου και από πηγές υπαγόμενες στο μέτρο (μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικά κέρδη, ενοίκια κ.λπ.) και από πηγές μη υπαγόμενες στο μέτρο (υπεραξίες μετοχών, τόκους από ρέπος, ομόλογα κ.λπ.), το εισόδημα που θα λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του 30% θα μειώνεται, λόγω αφαίρεσης της εισφοράς αλληλεγγύης, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στις περιπτώσεις φορολογουμένων με εισοδήματα προερχόμενα μόνο από πηγές υπαγόμενες στο μέτρο.
Για να γίνει αντιληπτό καλύτερα το μέγεθος της στρέβλωσης και της αδικίας αυτής, παραθέτουμε το παρακάτω παράδειγμα:
α) Σε φορολογούμενο με συνολικό ετήσιο εισόδημα 60.000 ευρώ, από το οποίο τα 20.000 ευρώ προέρχονται από ατομικές επιχειρήσεις και, ως εκ τούτου, υπάγονται στο μέτρο του 30% και τα υπόλοιπα 40.000 ευρώ προέρχονται από υπεραξίες μεταβίβασης μετοχών που δεν υπάγονται στο μέτρο του 30%, αναλογεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 2.826 ευρώ. Το ποσό αυτό της εισφοράς θα πρέπει, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη στο φορολογικό νομοσχέδιο, να αφαιρεθεί από το ποσό των 20.000 ευρώ, που είναι το εισόδημα από ατομικές επιχειρήσεις, και να το μειώσει στα 17.174 ευρώ. Συνεπώς, το 30% θα πρέπει να υπολογιστεί επί των 17.174 ευρώ, οπότε το ποσό δαπανών που πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος αυτός θα είναι 5.152,20 ευρώ (17.174 ευρώ Χ 30%).
β) Σε άλλο φορολογούμενο με συνολικό ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ το οποίο προέρχεται αποκλειστικά από ατομικές επιχειρήσεις και άρα υπάγεται εξ ολοκλήρου στο μέτρο του 30% αναλογεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους μόλις 176 ευρώ. Το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί από το εισόδημα των 20.000 ευρώ και θα το μειώσει στα 19.824 ευρώ. Συνεπώς, στην περίπτωση του φορολογουμένου αυτού, το 30% θα υπολογιστεί επί των 19.824 ευρώ, οπότε το ποσό δαπανών που θα πρέπει να καλύψει ο φορολογούμενος αυτός θα είναι 5.947,20 ευρώ (19.824 ευρώ Χ 30%), δηλαδή υψηλότερο κατά 795 ευρώ από του πρώτου με το συνολικό εισόδημα των 60.000 ευρώ!
Από την έντυπη έκδοση