Ο λόγος είναι ότι, εκτός από την πτώση της παραγωγικότητας εργασίας που συνεπάγεται κατά τους ερευνητές η γήρανση του εργατικού δυναμικού, χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν παράλληλα να αντιμετωπίσουν και τα υψηλά επίπεδα χρέους αλλά και τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια που επιβάλλουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στην έκθεση των οικονομολόγων του ταμείου κ.κ. Shekhar Aiyar, Christian Ebeke και Xiaobo Shao επισημαίνεται ότι το εργατικό δυναμικό των κρατών-μελών της ευρωζώνης γερνά ταχύτερα από αυτό των ΗΠΑ, το οποίο φαίνεται να παραμένει ανεπηρέαστο σε βάθος χρόνου λόγω πληθυσμιακής ανανέωσης.
Κάνουν μάλιστα την πρόβλεψη ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια το ποσοστό του εργατικού δυναμικού της ευρωζώνης που θα βρίσκεται ένα βήμα πριν από τη σύνταξη (αναφέρονται στις ηλικίες από 55 έως και 64 χρόνων) θα έχει αυξηθεί κατά 33%.
Συγκρίνοντας στοιχεία εξέλιξης της μέσης ηλικίας του εργατικού δυναμικού της ευρωζώνης για την περίοδο από το 1950 μέχρι και το 2014 παρατηρεί ότι η αύξηση κατά 5% του αριθμού των εργαζομένων με ηλικία μεταξύ 55 και 64 ετών είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας εργασίας κατά 3%.
Τονίζεται ακόμη ότι η προβλεπόμενη ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας εντός της Ε.Ε. είναι 0,8%. Χωρίς την επιβράδυνση από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού της, η παραγωγικότητα της εργασίας θα έπρεπε να είναι 1% σε ετήσια βάση.
Οι τρεις οικονομολόγοι του διεθνούς οργανισμού επισημαίνουν ότι οι επιπτώσεις από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού της ευρωζώνης είναι ασύμμετρες εντός των κρατών-μελών της Ε.Ε. Οπως υποστηρίζουν, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχονται χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία, γιατί εκτός των άλλων έχουν και πολύ υψηλότερο χρέος και αδυναμία ελιγμών λόγω σφιχτών δημοσιονομικών ορίων.
Η μελέτη κλείνει με την επισήμανση ότι υπάρχουν και καλά νέα, δεδομένου ότι μια σειρά από πολιτικές μπορούν να μετριάσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της γήρανσης του εργατικού δυναμικού στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Πρώτη εξ αυτών η βελτίωση των συνθηκών υγείας. Μια άλλη παράμετρος ιδιαίτερα σημαντική είναι η ενίσχυση των ενεργών πολιτικών προγραμμάτων κατάρτισης και επανακατάρτισης ενώ ένας τρίτος ενισχυτικός παράγοντας θα μπορούσε να είναι η μείωση του φορολογικού βάρους της περιστασιακής απασχόλησης σε συνδυασμό με τις επενδύσεις στην έρευνα.
Στην ουσία η έρευνα, αν και δεν έχει απευθείας αναφορά στην Ελλάδα, θέτει και πάλι θέμα περαιτέρω ευελιξίας στην αγορά εργασίας ώστε οι νέοι της ευρωζώνης να μπορούν να απασχοληθούν από μικρότερη ηλικία (ανεξάρτητα από το γεγονός κάτω από ποιους όρους θα εργάζονται) προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ανεργίας και μαζί η μέση ηλικία του εργατικού δυναμικού.
Αλλωστε, το Ταμείο είναι σταθερά προσηλωμένο στην θέση ότι η αύξηση της απασχόλησης θα έρθει μόνο με την πλήρη απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και την επανεξέταση των κατώτερων μισθών. Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, ο κατώτερος μισθός του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα φτάνει στα 683 ευρώ (μοιρασμένος στους 12 μήνες του χρόνου, έχοντας όμως ενσωματώσει 13ο και 14ο μισθό) και σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να επανεξεταστεί.
Μαζί θα πρέπει να επανεξεταστούν τα όρια των απολύσεων αλλά και το καθεστώς μερικής απασχόλησης, η ανταπεργία και ο συνδικαλιστικός νόμος. Ολα αυτά βρίσκονται στην ατζέντα του Ταμείου για τη δεύτερη αξιολόγηση που θα ξεκινήσει σε λιγότερο από δύο εβδομάδες.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου