Στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» που έδωσε χθες στο φως της δημοσιότητας η κεντρική τράπεζα της χώρας επισημαίνεται πως κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 45,1%. Ανά κατηγορία, ο δείκτης για τα καταναλωτικά δάνεια έφτασε στο 55,2%, για τα επιχειρηματικά στο 44,6%, ενώ για τα στεγαστικά βρίσκεται πλέον στο 42%. Μάλιστα εκτιμάται πως το πιστοδοτικό κενό (credit gap) για το σύνολο της οικονομίας ξεπερνά τα 34,5 δισ. ευρώ.
«Στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση», σημειώνεται στο πλαίσιο της έκθεσης.
Κίνδυνοι
Οσον αφορά στους δυσμενείς παράγοντες που ενδέχεται να διατηρήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο σε υψηλά επίπεδα, η ΤτΕ συμπεριλαμβάνει τους εξής:
1 Οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, οπότε στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
2 Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.
3 Η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.
4 Μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων, όπου σε περίπτωση απώλειας του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη με την πώληση του ακινήτου τους. Από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.
Ιωάννα Φεντούρη
Aπό την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου