Κατά τις διαβουλεύσεις των τριών πλευρών, τα τραπεζικά στελέχη ήταν κάθετα αντίθετα στο να γίνει πράξη η παραπάνω πρωτοβουλία. Πληροφορίες αναφέρουν πως επικαλέστηκαν φόβο για «μποτιλιάρισμα» από τις πολλές υποθέσεις επιχειρήσεων που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, θα προσέρχονταν στο μηχανισμό για ρύθμιση οφειλών.
Δεδομένου, άλλωστε, ότι οι τράπεζες, κατά τη διάρκεια της δεύτερης αξιολόγησης, ασκούσαν πιέσεις για ένταξη στον εξωδικαστικό συμβιβασμό βιώσιμων επιχειρήσεων με χρέη άνω των 50.000 ευρώ, αυτή τους η αντίδραση ήταν λίγο έως πολύ αναμενόμενη. Υπενθυμίζεται πως -βάσει νόμου- αίτηση ένταξης στο «μηχανισμό» μπορούν να υποβάλουν εταιρίες με οφειλές προς τράπεζες, εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και προμηθευτές άνω των 20.000 ευρώ.
Στο τραπέζι
Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, η λύση που φαίνεται να προκρίνεται είναι ναι μεν να μπορέσουν να ενταχθούν στο ν. 4469/2017 και επιχειρήσεις με χρέη κάτω των 20.000 ευρώ, αρκεί αυτά να είναι προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία) και όχι προς τις τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, για να προχωρήσει αυτή η πρόταση απαιτείται νομοθέτημα, το οποίο εφόσον συνταχθεί από τους νομικούς συμβούλους της ελληνικής πλευράς θα αποσταλεί στους εκπροσώπους των δανειστών για έγκριση.
Στο μεταξύ, την ερχόμενη εβδομάδα θα συνεχιστεί η συζήτηση για αύξηση του ορίου οφειλών των 50.000 ευρώ (προς την εφορία και τον ΕΦΚΑ) για την υπαγωγή των επαγγελματιών στη ρύθμιση των 120 δόσεων.
Από εκεί και πέρα, μέσα στην εβδομάδα, όπως είχε γράψει ο «Ε.Τ.», υπήρξε συμφωνία για διαδικασίες που αφορούν σε μείωση της γραφειοκρατίας, για να «τρέξει» πιο γρήγορα ο μηχανισμός (π.χ. κατάθεση δικαιολογητικών), ενώ οι θεσμοί έριξαν… άκυρο στην πρόταση κατάργησης του θετικού EBITDA ως προϋπόθεση ένταξης στο νόμο. Επ’ αυτού, σημείωσαν πως για τις περιπτώσεις των επιχειρήσεων που δεν έχουν θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων υπάρχει η επιλογή του Πτωχευτικού Κώδικα. Οσον δε αφορά στο αίτημα του οικονομικού επιτελείου να μπαίνουν στο μηχανισμό και εταιρίες με χρέη που δημιουργήθηκαν το 2017, οι εκπρόσωποι των δανειστών αρνήθηκαν να κάνουν τώρα την όποια συζήτηση, αναφέροντας πως είναι πολύ νωρίς.
Νόμος Κατσέλη
Οι διαβουλεύσεις καλά κρατούν, σε τεχνικό επίπεδο, και για το νόμο Κατσέλη (3869/2010), ο οποίος αποτελεί τη βασική επιλογή των δανειοληπτών για την προστασία της πρώτης κατοικίας τους. Ουσιαστικά οι νομικοί σύμβουλοι των δύο πλευρών προσπαθούν να εξειδικεύσουν τις αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί επί της αρχής και περιλαμβάνονται και στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο. Σκοπός αυτών είναι το «λίφτινγκ» στο ν. 3869/2010 να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας και κατ’ επέκταση να τον κάνει πιο αποτελεσματικό απ’ ό,τι είναι σήμερα.
Εκτός από τις συμφωνηθείσες αλλαγές, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ζητάει να κληρονομείται η όποια ρύθμιση έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη. Με άλλα λόγια, να μην αναβιώνει το χρέος -όπως συμβαίνει τώρα- όταν πεθαίνει ο δανειολήπτης, αλλά ο κληρονόμος του να παραμένει, αυτομάτως, στη ρύθμιση, εφόσον βέβαια βρίσκεται σε παρόμοια ή ακόμη χειρότερη οικονομική κατάσταση από τον αποθανόντα.
Στα αιτήματα της ελληνικής πλευράς συγκαταλέγεται η μέριμνα για πλήρη αποδέσμευση των εγγυητών (π.χ. συγγενείς, χωρισμένοι σύζυγοι κ.λπ.) που καλή τη πίστει μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία, εφόσον τηρούν το μέρος της ευθύνης που τους αναλογεί.
«Σπίτι μου 2»: Δικαιούχοι, προϋποθέσεις και κριτήρια – Πότε ξεκινούν οι αιτήσεις
Τι αλλάζει
Υπενθυμίζεται πως στις αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί -επί της αρχής- μεταξύ κυβέρνησης-θεσμών για το νόμο Κατσέλη συμπεριλαμβάνονται οι εξής:
* Αύξηση της αποτελεσματικότητας στη διαδικασία επιλογής για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών.
* Απαίτηση για παραίτηση από τους οφειλέτες του δικαιώματός τους για τραπεζικό απόρρητο, προκειμένου οι πιστωτές που συμμετέχουν στη διαδικασία να έχουν πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες.
* Δυνατότητα στους πιστωτές να ζητήσουν την παροχή κρατικής επιδότησης αντί των δικαιούχων, όταν οι τελευταίοι αδυνατούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, λαμβάνοντας παράλληλα μέτρα προφύλαξης των συμφερόντων του κράτους εντός των ορίων των κατανεμημένων ποσών.
* Πρόβλεψη ότι οι οφειλέτες δεν δικαιούνται προστασίας, αν σκόπιμα υπέπεσαν σε κατάσταση αφερεγγυότητας, ενώ η αυτόματη αναστολή αναγκαστικών μέτρων να μην ισχύει όταν οι οφειλέτες παραιτήθηκαν από δύο προηγούμενες αιτήσεις και υπέβαλαν αίτηση εκ νέου.
* Παραίτηση από την ακύρωση της ακρόασης, εάν δεν ζητηθεί νέα ημερομηνία ακρόασης εντός 30 ημερών.
* Πρόνοια για εύλογη προθεσμία για την πληρωμή της διαφοράς μεταξύ της χαμηλότερης δόσης που ορίστηκε από το δικαστήριο και της υψηλότερης δόσης που καθορίστηκε κατ’ αναίρεση.
* Επέκταση της προστασίας των εγγυητών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φυσικών προσώπων (έχει ψηφιστεί ήδη για τα δάνεια των επιχειρήσεων στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού). Η ευθύνη του εγγυητή θα περιορίζεται στην ευθύνη του δανειολήπτη για την οφειλή.
* Περιορισμός υποχρέωσης για παροχή εγγράφων από οφειλέτες, απαιτώντας από τράπεζες, αρμόδιες αρχές κ.λπ. να τα παρέχουν στο δικαστήριο.
ΙΩΑΝΝΑ ΦΕΝΤΟΥΡΗ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]