Η λύση της εθελοντικής παράδοσης ακινήτου (voluntary surrender), που προβλέπεται στον αναθεωρημένο Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά μόλις πρόσφατα ξεκίνησε να εφαρμόζεται πιλοτικά από ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, φαίνεται να επιλέγεται από ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα οφειλετών (ιδιώτες και επαγγελματίες), με τα σχετικά αιτήματα να… στοιβάζονται στα συρτάρια των αρμόδιων τραπεζικών στελεχών.
«Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες κρούσεις από πλευράς των δανειοληπτών περιορίζονταν ή σε εφάπαξ καταβολή κάποιου ποσού και διαγραφή του υπολοίπου ή σε μείωση της μηνιαίας δόσης αυτού, επιμήκυνση στην αποπληρωμή και κούρεμα λογιστικού κεφαλαίου-τόκων, που διέφερε ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες και τις συνθήκες ζωής του οφειλέτη», εξηγεί στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής η δικηγόρος, διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑ, κυρία Χριστίνα Γλυκού, και προσθέτει: «Πλέον, δεν είναι λίγοι εκείνοι, τόσο επιχειρηματίες όσο και ιδιώτες, που επιθυμούν τη ρύθμιση των οφειλών τους με παραχώρηση ακινήτου, σε μία προσπάθεια οριστικής επίλυσης της διαφοράς τους με τις τράπεζες». Αίτημα Προς επίρρωση των προηγουμένων, το νομικό τμήμα μεγάλης συστημικής τράπεζας έγινε προ ολίγων μηνών αποδέκτης σχετικού αιτήματος από δανειολήπτη, ο οποίος δεν καλύπτεται ούτε από το νόμο Κατσέλη (διαθέτει επιχείρηση) ούτε από το νόμο περί εξωδικαστικού μηχανισμού (το χρέος του εντοπίζεται αποκλειστικά σε μία τράπεζα).
«Σε μία προσπάθεια ρύθμισης της οφειλής μου προς το τραπεζικό σας ίδρυμα, παρακαλώ πολύ όπως δεχτείτε το αίτημα για παραχώρηση του ακινήτου μου (στο οποίο έχω την πλήρη κυριότητα), προς οριστική εξόφληση της οφειλής μου, ύψους 400.000 ευρώ από επιχειρηματικό δάνειο», επισήμαινε χαρακτηριστικά, προσκομίζοντας, ταυτόχρονα, μία σειρά εγγράφων, όπως βεβαίωση οφειλών και «αποδείξεις» για την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση. Πιο αναλυτικά, ο ίδιος επικαλείτο αδυναμία αποπληρωμής της μηνιαίας δόσης του δανείου, ύψους περίπου 1.000 ευρώ, ως συνέπεια της συρρίκνωσης του τζίρου της επιχείρησής του. Το αίτημά του παραμένει μέχρι και σήμερα ανικανοποίητο, γεγονός που τραπεζικά στελέχη αποδίδουν στη… σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των ιδρυμάτων η επίμαχη ρύθμιση να εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις δανείων που βρίσκονται ένα βήμα πριν από τον πλειστηριασμό.
Οπως, ωστόσο, σπεύδει να αποσαφηνίσει η κυρία Γλυκού, «οι δανειολήπτες, στο πλαίσιο εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών τους με τα τραπεζικά ιδρύματα (λύσεις αμοιβαία αποδεκτές, λύσεις win-win) και λόγω της οικονομικής τους δυσχέρειας, έχουν τη δυνατότητα συμψηφιστικής παραχώρησης περιουσιακού στοιχείου κυριότητάς τους -υπό το πρίσμα της ελευθερίας των συναλλακτικών ηθών, όπως ορίζει ο νόμος με οριστική διαγραφή του τυχόν υπολοίπου της οφειλής ή περαιτέρω ρύθμισης αυτής με τη χαμηλότερη δυνατή δόση μηνιαίως και επιμήκυνση στην αποπληρωμή του»
Τα οφέλη για τους δανειολήπτες
«Φρένο» στους αλλεπάλληλους πλειστηριασμούς, που μπορούν να διατάξουν οι τράπεζες, προκειμένου να καλύψουν το ύψος της οφειλής, βάζουν οι δανειολήπτες, αποδεχόμενοι το… μη χείρον βέλτιστον, ήτοι να παραδώσουν τα κλειδιά του ακινήτου τους.
Οπως εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η δικηγόρος, εξειδικευμένη σε ζητήματα τραπεζικού δικαίου, κυρία Ανδριάνα Ζαχαρίου, οι χαμηλές εμπορικές αξίες των ακινήτων, λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανύπαρκτης αγοράς (μείωση 40%-70%), ορίζουν την τιμή εκκίνησης του πλειστηριασμού στον οποίο δύναται να προβεί η τράπεζα. «Με χαμηλή τιμή εκκίνησης και όχι πολύ υψηλότερη τιμή πλειστηριάσματος -λόγω γενικής ανέχειαςη τελική τιμή/αξία δεν θα καλύπτει την οφειλή. Επομένως, η τράπεζα θα ρευστοποιεί και άλλα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη έως την πλήρη εξόφλησή της. Κατά συνέπεια, ο δανειολήπτης θα χάνει την περιουσία του σε πλειστηριασμούς σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενώ προσπάθησε μία ολόκληρη ζωή να την αποκτήσει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στον αντίποδα, με την εθελοντική παράδοση η αξία του ακινήτου -μετά τον επανυπολογισμό από πλευράς της τράπεζαςθα είναι μεγαλύτερη από την τιμή που ενδεχομένως θα «έπιανε» στον πλειστηριασμό.
Επιπλέον, το υπόλοιπο της οφειλής είτε θα κουρεύεται/ρυθμίζεται είτε θα διαγράφεται, λαμβάνοντας υπόψη και τις προβλέψεις του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. «Προς το παρόν, ο Κώδικας ρητά προτείνει τη διευθέτηση του υπoλοίπου της οφειλής από τις δύο πλευρές μετά την εθελοντική παράδοση του ακινήτου», προσθέτει η κυρία Ζαχαρίου, εμμένοντας στην άποψη πως η επίμαχη λύση θα είναι αποτελεσματική μόνο εάν η τράπεζα θα αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι θα παύει να έχει περαιτέρω απαιτήσεις από το δανειολήπτη και δεν θα εξακολουθεί να αξιώνει προσαυξημένο υπόλοιπο της οφειλής.
«Οσοι δανειολήπτες επιλέξουν την επίμαχη λύση θα έχουν το κίνητρο να παραδώσουν άμεσα τα ακίνητά τους, κερδίζοντας από τη μείωση του δανεισμού τους, που θα ισούται με το ύψος της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ενώ, ταυτόχρονα, δεν θα κινδυνεύουν άλλα περιουσιακά τους στοιχεία, πιθανόν μικρότερης αξίας και λιγότερο σημαντικά για τις τράπεζες, αλλά σημαντικά για τους ίδιους», υπογραμμίζει, από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Ελλάδος (ΟΜΑΣΕ), κ. Δημήτρης Μπινιάρης.
Αγγελική Βελεσιώτη
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής