Η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας προτίθεται, αν δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση μέχρι τον Μάρτιο του 2018, στην αίτηση αναστολής της σχετικής Υπουργικής Απόφασης που έχει καταθέσει, να προχωρήσει εκ νέου σε ασφαλιστικό μέτρο για την αναστολή της.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης σε σημερινές δηλώσεις του για το θέμα, στις 19 Ιουλίου, η ΕΣΕΕ, μαζί με άλλους φορείς και ιδιώτες έμπορους, κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής της υπ’ αριθμ. 75812-06/07/2017 αποφάσεως του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης « Ορισμός περιοχών στις οποίες επιτρέπεται η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές, κατ΄ εφαρμογή της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 4177/2013».
Ακολούθως, η προσπάθεια όλων των αιτούντων επικεντρώθηκε στην εισαγωγή της υπόθεσης στο τμήμα διακοπών του Δικαστηρίου, ώστε να είναι επίκαιρη η αναστολή της και να μην φτάσουμε κοντά στα τέλη του Οκτώβρη, οπότε και χρονικά λήγει για το τρέχον έτος το άνοιγμα των καταστημάτων στις προκαθορισμένες περιοχές.
Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη εφικτό με αποτέλεσμα η υπόθεση να εισαχθεί τελικά στο Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ, όπου και εκκρεμεί, ενώ η εκδίκαση της αναστολής της ως ασφαλιστικού μέτρου δεν έχει πλέον νόημα, δεδομένου ότι η χρονική επενέργεια της Υπουργικής Απόφασης για το 2017 λήγει στις 31 Οκτωβρίου.
Η υπόθεση αρχικά εισήχθη προς συζήτηση στο ως άνω Τμήμα την 24 Οκτωβρίου, πλην όμως αναβλήθηκε αυτεπάγγελτα, μετά από αίτημα της γενικής γραμματείας Εμπορίου και ενόψει του πρόσθετου φόρτου που δημιουργήθηκε στον εισηγητή της υπόθεσης από τις παρεμβάσεις υπέρ του υπουργείου των ΣΕΒ, ΣΕΛΠΕ, ΣΕΤΕ και Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Ταμείο Ανάκαμψης: Ποια νέα έργα εντάσσονται στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου;
Ως νέα ημερομηνία εκδίκασης ορίστηκε η 16η Ιανουαρίου 2018. Δεδομένης ωστόσο της ύπαρξης της υπ’ αριθμ. 100/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δικαίωσε απόλυτα τις θέσεις της ΕΣΕΕ, η έκδοση της νέας κρίσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναμένεται να γίνει σύντομα. Αν, για οποιοδήποτε λόγο, η απόφαση δεν έχει εκδοθεί μέχρι τον Μάρτιο του 2018, τότε πλέον η ΕΣΕΕ και οι λοιποί αιτούντες επιφυλασσόμαστε να επιδιώξουμε και πάλι το ασφαλιστικό μέτρο για την αναστολή της Υπουργικής Απόφασης, η οποία θα αρχίσει να παράγει και πάλι τα αποτελέσματά της από 1ης Μαΐου 2018».
Όπως σημειώνει ο κ. Κορκίδης, η Κυριακή είναι παραδοσιακή ημέρα αργίας για τους Έλληνες και έτσι πρέπει να παραμείνει.
“Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει ήδη κρίνει, εν ολομελεία, ότι η Κυριακάτικη αργία αποτελεί συνταγματικό, απαραβίαστο και αναντικατάστατο δικαίωμα των επαγγελματιών και εργαζομένων, που σχετίζεται όχι μόνο με την ανάγκη ανάπαυσης, αλλά συνολικά με την διαφύλαξη και ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και της δυνατότητας οργάνωσης της προσωπικής και οικογενειακής ζωής.
Αν αφεθεί η πλήρης και ασύδοτη απελευθέρωση να επικρατήσει, θα προκαλέσει ακόμη περισσότερα λουκέτα, διόγκωση της ανεργίας και έξαρση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, φέρνοντας την ελληνική κοινωνία πιο κοντά στη διάρρηξη της εσωτερικής συνοχής και εξαντλώντας τα τελευταία υπολείμματα της υπομονής και των φθινουσών δυνάμεων της επιχειρηματικής κοινωνίας και του ελληνικού λαού γενικότερα” όπως σημειώνει ο πρόεδρος.
Η ΕΣΕΕ υπογραμμίζει ότι έχει συμβιβαστεί με τη λειτουργία των καταστημάτων οκτώ Κυριακές, “αλλά όχι της δήθεν απελευθέρωσης, με την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας”.
Ο κ. Κορκίδης εξηγεί ότι ο λόγος είναι απλός: τα έξοδα των εμπόρων για υπερεργασία κάθε εργάσιμη Κυριακή είναι 9 εκατ. ευρώ, ενώ για τις 30 Κυριακές 270 εκατ. ευρώ και για τις 52 πάνω από 450 εκατ. ευρώ. Ξεκάθαρα λοιπόν, όπως σημειώνει ο κ. Κορκίδης, δεν υπάρχουν αυτά τα λεφτά στις εμπορικές επιχειρήσεις και μάλιστα προϋποθέτει το κόστος αυτό να είναι κέρδος από την αύξηση του τζίρου, που πρέπει να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 1,5 δις ευρώ ετησίως.
Τέλος ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ αναφέρει ότι: “το επιχείρημα της δήθεν «απελευθέρωσης» της αγοράς σε ένα περιβάλλον, όπου η οικονομία της χώρας τελεί υπό περιορισμό, το τραπεζικό σύστημα παραμένει φυλακισμένο, ενώ η επιχειρηματικότητα δέσμια των capital controls, είναι προσχηματικό. Κάποιοι θέλουν να αγνοούν ότι μια τέτοιου είδους απελευθέρωση στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στη Γερμανία, επιχειρήθηκε για να αντιμετωπιστεί η απειλή της στροφής των καταναλωτών στις διαδικτυακές αγορές, την ώρα που είναι κλειστά τα καταστήματα. Αυτή η απειλή, όμως, δεν υπάρχει στη χώρα μας, γιατί το παραδοσιακό εμπόριο συμβαδίζει με το ηλεκτρονικό εμπόριο, που λειτουργεί συμπληρωματικά. Αντιθέτως, η απειλή που βλέπουμε να κυριαρχεί στην ελληνική αγορά και αποτελεί εσωτερική αγωνία όλων των εμπόρων είναι η μονιμοποίηση της έλλειψης χρημάτων στους περισσότερους καταναλωτές”.