Η όποια «θριαμβολογία» θα αποκτήσει νόημα, εφόσον η ανοδική πορεία της εγχώριας οικονομίας γίνει αισθητή στην… τσέπη του Ελληνα πολίτη.
Το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) «βλέπει»… χαμηλές πτήσεις για την ανάπτυξη το 2017, αφού εκτίμησή του είναι πως θα κινηθεί σε επίπεδα της τάξεως του 1,3%. Στο πλαίσιο της τριμηνιαίας έκθεσής του σημειώνεται: «Οσο ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί, και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας». Προσθέτει, δε, ότι «είναι σημαντικό όχι μόνο πως την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα, αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής».
Για ακόμη μία χρονιά τα λουκέτα προκαλούν προβληματισμό… αφού λίγους μήνες πριν από τη «δύση» του έτους φτάνουν τα 19.246 (πίνακας 1). «Πρωταθλήτρια» νομική μορφή αναδεικνύεται η Ατομική, με 14.246 διαγραφές από τους καταλόγους του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ), ενώ ακολουθούν οι Ο.Ε. με 2.386. Τριψήφιος αριθμός λουκέτων καταγράφεται σε Ε.Ε., ΕΠΕ, Α.Ε. και ΙΚΕ.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) για το «μαχαίρι» που έβαλαν οι καταναλωτές σε βασικά είδη διατροφής, μέσα στο 2016. Ειδικότερα, από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών, σε δείγμα 6.073 νοικοκυριών, προκύπτει μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), συγκριτικά με το 2015 για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4,0%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αβγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (0,3%).
Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών εξακολουθεί να αφορά στα είδη διατροφής (20,7%). Επονται η στέγαση (13,8%) και οι μεταφορές (12,9%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%). Η δε συνολική µηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2016 διαμορφώθηκε στα 5,7 δισ. ευρώ, καταγράφοντας µείωση 2,5% σε σύγκριση µε το 2015.
Εισοδηματικές διαφορές
Πρόσθετα, διαπιστώνεται πως τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 32,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 19,8%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη τους για την Υγεία ανέρχεται στο 9,3% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 7,8%. Σύμφωνα, μάλιστα, με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,2% του πληθυσμού της χώρας.
Στο μεταξύ, συνολικά, την τελευταία επταετία (2009-2016) η δαπάνη των νοικοκυρών σε είδη παντοπωλείου έχει μειωθεί κατά 21,7% (μόνο σε τρόφιμα κατά 18,6%, πίνακας 2), κατά το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Αξίζει να επισημανθεί πως το 2009 το μέσο νοικοκυριό δαπανούσε μηνιαία σε είδη παντοπωλείου 5.578 ευρώ έναντι 4.367 ευρώ το 2016, δηλαδή 1.211 ευρώ λιγότερα. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος του καταναλωτικού κοινού και στις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στις αγοραστικές του συνήθειες, π.χ. διαπιστώθηκε πως οι 9 στους 10 καταναλωτές εξοικονομούν χρήματα μέσω προσφορών.
Οι επενδύσεις
Για το ΙΟΒΕ, σημαντικότερη συμβολή στη φετινή αύξηση του ΑΕΠ είχαν οι εξαγωγές (αγαθών και υπηρεσιών), λόγω του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος και της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Αξιοσημείωτο είναι, δε, πως «για ακόμη ένα έτος, αναιμική είναι η συμβολή των επενδύσεων (κυρίως από μεταβολές στα αποθέματα, όχι σε πάγια)», όπως τονίζεται.
Παράλληλα, εκτίμηση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) είναι ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ιδίως από τον Μάιο του 2017 και μετά, αποτυπώνεται σε αρκετά μεγέθη της οικονομίας, π.χ. στην άνοδο της βιομηχανικής παραγωγής, των εξαγωγών και των λιανικών πωλήσεων, αλλά και στην ιδιαίτερα καλή πορεία του τουρισμού, που έχει συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης και της συνολικής ζήτησης στην οικονομία. Ωστόσο, οι παραπάνω εξελίξεις δεν έχουν ακόμα οδηγήσει -όπως υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος- σε άνοδο της επενδυτικής δραστηριότητας, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (στην 87η θέση από την 86η πέρυσι) και στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-28.
Θέση του ΣΕΒ είναι πως η υπερφορολόγηση αναδεικνύεται πλέον ως το σημαντικότερο εμπόδιο στο επιχειρείν. «Εξέλιξη που μάλλον επιβεβαιώνεται και από την κόπωση των εσόδων από άμεσους φόρους στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2018, καθώς και την εκτόξευση των νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο τους καλοκαιρινούς μήνες (3,1 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2017)», όπως σημειώνει.
Με αυτά τα δεδομένα, αναμένονται τα στοιχεία του ΑΕΠ για το 3ο τρίμηνο του 2017, ώστε να σχηματιστεί μία πιο σαφής εικόνα για την πορεία της οικονομίας στο σύνολο του έτους. Σε κάθε περίπτωση, «η ανάκαμψη μέχρι τώρα βασίστηκε, κυρίως, στην τόνωση της ζήτησης από το εξωτερικό. Αν δεν ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα παραμείνει υποτονική», καταλήγει ο Σύνδεσμος.
ΙΩΑΝΝΑ ΦΕΝΤΟΥΡΗ
[email protected]
Από το ένθετο Οικονομία της έντυπης έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής