Έτσι ξεκινάει ο Σταύρος Θεοδωράκης το αφιέρωμα στα Ανώγεια με αφορμή το διπλό φονικό το βράδυ του περασμένου Σαββάτου.
Στο podcast Πρωταγωνιστές μιλάνε:
– ο Παπα-Ανδρέας, που είναι πρώτος στις χαρές και τις λύπες του χωριού
– ο Αριστείδης Χαιρέτης, ξακουστός ως Γιαλάφτης, που μιλάει μόνο με μαντινάδες
– η Δέσποινα, η γυναίκα του, διευθύντρια για 25 χρόνια στο Λύκειο Ανωγείων
– ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, συνθέτης και δημιουργός των Υακινθείων
αλλά και η Ουρανία Ξυλούρη, η χήρα του πιο ξακουστού λυράρη, του Νίκου Ξυλούρη.
Αποσπάσματα:
Παπα-Ανδρέας
«Παλεύουμε, παλεύουμε, πολλοί ανθρώποι, πολύς κόσμος. Να κρατούμε ισορροπίες, να ηρεμούμε καταστάσεις, πράγματα, αλλά… Δεν το προλάβαμε, αυτό. Έγινε σε.. σε δευτερόλεπτα μέσα».
«Η λεβεντιά σε ανθρώπους που καταλαβαίνουν, είναι σε αξίες και στα ιδανικά. Δεν είναι ούτε στο τσίτωμα του μπέμπη (σ.σ: του στέρνου), ούτε σε άλλα πράγματα. Κατάλαβες;».
Αριστείδης Χαιρέτης – Γιαλάφτης
«Πιστόλι στη μέση μου δεν έβαλα ποτέ μου γιατί είναι οι μαντινάδες μου οι σφαίρες οι δικές μου».
«Στον Μάνο Χατζηδάκι άρεσε μια άλλη μαντινάδα:
Βιόλα που σε μεγάλωσαν με των ματιών μου δάκρυα /
εγώ περίμενα ανθούς και σύ πετάς αγκάθια.
Και του Γκάτσου άρεσε:
Από το περυσινό σεβντά κατόρθωσα και βγήκα /
μα εγώ δε ζω χωρίς σεβντά και σε καινούργιο μπήκα».
«Δεν υπάρχουν κατά τη γνώμη μου ούτε μεγάλοι ούτε μικροί, ούτε ψηλά ούτε χαμηλά. Αν η γης είναι ψηλά, είναι ψηλά όλοι οι άνθρωποι, αν η γης είναι χαμηλά, είναι όλοι χαμηλά.
Αυτός που βγαίνει στη κορφή να τον ιδούν οι άλλοι /
φαίνεται ακόμα πιο μικρός από απόσταση μεγάλη».
Δέσποινα Πρίμπου – Χαιρέτη
«Ο εγωισμός πάει πάνω από τα κεφάλια μας. Βγαίνει έξω, Σταύρο, και βλέπεις τον άλλο κρατάει το μαχαίρι επιδεικτικά στη μέση του ας πούμε. Που πας με το μαχαίρι στη μέση; Ο καθένας θέλει να αποδείξει ότι είναι καλύτερος απ’ τον άλλον. Τι να σου πω, βλέπω αντί να πηγαίνουμε καλύτερα, πηγαίνουμε χειρότερα και από την άλλη «εμείς είμαστε και κανένας άλλος», ο πολιτισμός μας. Ποιος πολιτισμός που τον έχεις βάλει, πετάξει στα σκουπίδια;».
Λουδοβίκος των Ανωγείων
«… Μπορείς να φανταστείς σκοτάδι το μεσημέρι; Αυτό ζούμε. Ίσως κατευθυνόμαστε σε λάθος δρόμο. Εγώ νομίζω ότι υπάρχει ένα… ένα χάσμα γενεών μεταξύ των νέων παιδιών και των ηλικιωμένων, οι οποίοι έχασαν επαφή λόγω εξέλιξης, παγκοσμιοποίησης, λόγω, λόγω… Έχει αρχίσει να σπάει, να διαρρηγνύεται ο δεσμός ανάμεσα στους νέους και στους παλαιότερους και αυτό νομίζω δημιουργεί μια αυτοσχεδιαστική συμπεριφορά. Γιατί αν ήξεραν την ιστορία του χωριού… Αν ρωτήσεις ένα παιδί “γιατί είσαι περήφανος που είσαι απ ᾽τ᾽ Ανώγεια;”, κάποιοι δεν ξέρουν να σου πουν. Βρε συ, το χωριό αυτό μπορείς να διανοηθείς ότι το κάψαν οι Γερμανοί 15 μέρες; Δεν αφήσαν ούτε ένα σπίτι όρθιο, οι καπνοί ανεβαίναν στους ουρανούς επί 15 μέρες κι έμεινε ερείπιο όλο το χωριό. Αν σκεφτείς λοιπόν μόνο αυτό, δεν σου επιτρέπεται να κάνεις τόσο φτηνά και χαμηλά πράγματα. Πρέπει να είσαι στο ύψος σου όταν φεύγεις από τ᾽Ανώγεια, να σηκώνεις τ᾽όνομα στην πλάτη σου και να το φέρνεις άθικτο πίσω. Έτσι καταλαβαίνω».
Ουρανία Ξυλούρη
«Εγώ όσο χρονώ είμαι, διπλά τέτοια πράγματα δεν τα ΄χω ζήσει στ᾽Ανώγεια. Δεν είμαι από τα Ανώγεια παρά το ότι οι άνθρωποι μ᾽αγαπούνε, με κάναν κορώνα στο κεφάλι τους. Το βράδυ που κλεφτήκαμε με τον Νίκο, με πήγε στ᾽Ανώγεια. Στο χωριό μου είχε έρθει να παίξει Απόκριες. Και Καθαρά Τρίτη, είχε έρθει η καντάδα στο σπίτι. Έτσι ήτανε μωρέ το τυχερό μας. (…)
Νύχτα, 12 η ώρα ήρθαμε στα Ανώγεια. Είδα τον πλάτανο, είδα τις καρέκλες του καφενείου από κάτω απ᾽ την εκκλησία, άσπρα τα σπίτια. Και λέει ο Νίκος “εδώ είναι το σπίτι μας”. (…) Μου κάναν τεράστια εντύπωση, αυτοί οι σπουδαίοι Ανωγιανοί που συνάντησα. Έλεγα εάν υπάρχουν στην Κρήτη πέντε άτομα με την έννοια του ανθρώπου, οι τρεις πρέπει να ΄ναι στ᾽ Ανώγεια.
Τι σεβασμός, τι αξιοπρέπεια! Είχανε μια δραχμή όλη κι όλη και σε κερνούσανε. Κι αν είχε δυο δεν ήπαιρνε ρέστα, Σταύρο μου».
Ο Σταύρος Θεοδωράκης κάνει αναφορά στις γιορτές που έστησε στα Ανώγεια ο Μάνος Χατζηδάκις το 1979.
Και θυμίζει πώς διηγούνταν ο Μάνος την συνάντηση του με τον Γιώργο Κλάδο, τον Δήμαρχο τότε των Ανωγείων.
«Μου είπε: Εγώ δημαρχεύω σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Έχω λίγα χρήματα για τον πολιτισμό στο ταμείο του δήμου, ήρθα να σου τα εμπιστευθώ και να αποφασίσεις εσύ αν θα κάνεις κάτι στα Ανώγεια. Εκτός από τα χρήματα, έχω τη διαβεβαίωση των κατοίκων του χωριού, ότι θα δώσει, κάθε σπίτι, ένα δωμάτιο. Να φιλοξενηθούν οι καλεσμένοι των γιορτών, όσες μέρες κι αν διαρκέσουν»!