Από τα τέλη του 19ου αιώνα, τολμηροί Έλληνες αναζήτησαν την τύχη τους στο Σουδάν, στην ανατολική Αφρική, ένα κράτος στην έρημο Σαχάρα, όπου το καλοκαίρι η θερμοκρασία φτάνει τους 50 βαθμούς.
Πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων, στο πλευρό των ανταρτών, ήταν πετυχημένοι έμποροι και βιομήχανοι, από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με σαπωνοποιία, αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη δύναμη στο εμπόριο οινοπνευματωδών ποτών, εισήγαγαν νέες μεθόδους στην αγροτική παραγωγή. Δημιούργησαν κοινότητες σε όλη την έκταση του κράτους, το οποίο έως τον πρόσφατο διαχωρισμό του σε Σουδάν και Νότιο Σουδάν ήταν το μεγαλύτερο στην Αφρική.
«Tο Σουδάν είναι ένας τόπος όπου οι ‘Ελληνες είχαν πολύ μεγάλη παρουσία κι ένα εύρος δραστηριότητας σε κάθε τομέα, από την πολιτική και την οικονομία μέχρι τον κοινωνικό τομέα και καθόρισαν εν πολλοίς την τοπική ιστορία από τα τέλη του 19ου αιώνα» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός-ερευνητής, Αντώνης Χαλδαίος, συγγραφέας του βιβλίου «Η ελληνική παροικία του Σουδάν».
«Οι 300 του Λεωνίδα»
Όπως επισήμανε ο κ. Χαλδαίος, οι Έλληνες πρωτοέφτασαν στο Σουδάν σε μικρούς αριθμούς, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή ήταν επαρχία του αιγυπτιακού κράτους. Ήταν γιατροί και μηχανικοί, που έφτασαν μαζί με τον αιγυπτιακό στρατό κι αργότερα κάποιοι έμποροι. Οι Έλληνες αυτοί είχαν σημαντική οικονομική δύναμη και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και πρωτοπόροι στο θέμα της εισαγωγής νέων μεθόδων στην αγροτική παραγωγή.
Το 1885 οι Έλληνες πήραν μέρος στην υπεράσπιση της πόλης του Χαρτούμ, όταν ένας τοπικός ηγέτης Σουδανός, ο αυτοαποκαλούμενος Ελ Μάχντι (Ο Μεσσίας), προσπάθησε να αποτινάξει τον αιγυπτιακό ζυγό.
Οι ‘Ελληνες μέσα στην πόλη του Χαρτούμ αποτελούσαν την επίλεκτη φρουρά του διοικητή της πόλης, του Βρετανού στρατηγού Τσαρλς Τζορτζ Γκόρντον. Ο Έλληνας πρόξενος, Νικόλαος Λεοντίδης, ορίστηκε από τον Γκόρντον ως αναπληρωτής κυβερνήτης και υπεύθυνος για να οργανώσει την άμυνα του Χαρτούμ, ενώ στους συμβούλους του Βρετανού κυβερνήτη ήταν και ο προσωπικός του γιατρός, Ξενοφών Ξενουδάκης.
Λόγω της ανδρείας που επιδείκνυαν οι Έλληνες καθόλη τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Γκόρντον τους παρομοίωσε με τους 300 μαχητές του Λεωνίδα.
Η πόλη έπεσε στα χέρια των ανδρών του Μάχντι, κάποιοι Έλληνες σκοτώθηκαν και άλλοι φυλακίστηκαν και αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν, σύμφωνα με τις επιταγές του νέου καθεστώτος.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο αγγλικός στρατός μαζί με τους Αιγύπτιους αποφάσισε να ανακαταλάβει το Σουδάν, κάτι που έγινε εφικτό και με τη βοήθεια των Ελλήνων τροφοδοτών. Σε απόσταση χιλίων χιλιομέτρων μέσα στην έρημο με καμήλες, οι Έλληνες τροφοδοτούσαν τον αγγλικό στρατό με τρόφιμα και νερό.
Μετά την κατάληψη του Σουδάν από τα αγγλοαιγυπτιακά στρατεύματα, ξεκίνησε η μαζική είσοδος των Ελλήνων στη χώρα. Οι Έλληνες που έφτασαν την περίοδο εκείνη (οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από το Πλωμάρι) πήραν μέρος στην ανοικοδόμηση της χώρας. Στην Ερυθρά Θάλασσα άρχισε να χτίζεται καινούργιο λιμάνι, το Πορτ Σουδάν και οι Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευσαν σε μεγάλους αριθμούς στις αρχές του 20ου αιώνα, δούλεψαν εκεί. Το 1905 είχαν έρθει στο Πορτ Σουδάν περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες εργάτες-τεχνίτες, οι οποίοι άρχισαν να χτίζουν σπίτια και κτίρια για την αγγλική διοίκηση και αργότερα καταστήματα και ξενοδοχεία.
Στον μεγαλύτερο αριθμό τους εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, όπου δημιουργήθηκε η πρώτη κοινότητα, το 1902. Λίγο αργότερα, το 1910, χτίστηκε ο ναός του Ευαγγελισμού. Ακόμη, κοινότητες δημιουργήθηκαν στο Πορτ Σουδάν στο Γουάντ Μεντάνι, στο Ελ Ομπέιντ, στην Κασάλα.
Ελληνικές ρίζες είχε η σύζυγος του πρόεδρου του Νότιου Σουδάν
Το δεύτερο μεγάλο κύμα, το οποίο βοήθησε να αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός, ήρθε μετά το 1930, όταν η αγγλική διοίκηση έδωσε για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους κίνητρα για την εγκατάσταση Ευρωπαίων στο σημερινό Νότιο Σουδάν. Οι Έλληνες επωφελήθηκαν από τις ευνοϊκές συνθήκες και δημιούργησαν κοινότητες και στο νότιο Σουδάν, στην Τζούμπα (1926) και στο Ουάου (1939).
Χαρακτηριστικό για τους Έλληνες του Νότιου Σουδάν είναι ότι το γεγονός ότι σε ποσοστό σχεδόν 90% παντρεύονταν με ντόπιες, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές οι γάμοι ήταν κυρίως μεταξύ μελών της κοινότητας.
Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 1956, μετά την ανεξαρτησία του Σουδάν, οι Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό των ανταρτών του νότου που επιδίωκαν την αυτοδιάθεση τους.
Το 1930 ο Δημήτρης Γιαλούρης, με καταγωγή από το Πλωμάρι της Λέσβου, έφτασε στο Νότιο Σουδάν, όπου παντρεύτηκε με μία γυναίκα από τοπική τη φυλή των Ντίνκα. Οι τρεις γιοι του, ο Bασίλης, ο Γιάννης και ο Γρηγόρης πολέμησαν στο απελευθερωτικό κίνημα. Ο πόλεμος κράτησε σχεδόν 40 χρόνια, οπότε και η τρίτη γενιά της οικογένειας που βρέθηκε στο Σουδάν πήρε μέρος στον πόλεμο.
Μάλιστα, ένας απόγονος του Δημήτρη Γιαλούρη ήταν κυβερνήτης μιας επαρχίας του νέου κράτους του Νοτίου Σουδάν ενώ η αδερφή του είναι η σύζυγος του προέδρου της χώρας
Ο… πρωταθλητής Ελληνικός Αθλητικός Σύλλογος
Σημαντικό στοιχείο για την παρουσία των Ελλήνων είναι η δημιουργία του Ελληνικού Αθλητικού Συλλόγου, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1913 και υπάρχει έως σήμερα. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν πρωταθλητής ήταν πρωταθλητής στο μπάσκετ είχε πολύ μεγάλη παρουσία στο ποδόσφαιρο.
Η ελληνική παροικία του Σουδάν έδωσε έμφαση στο θέμα της εκπαίδευσης, επηρεασμένη από τους Έλληνες της Αιγύπτου με τους οποίους ήταν σε επαφή.
Από πολύ νωρίς, το 1906 δημιουργήθηκε το πρώτο σχολείο το οποίο στεγάστηκε σε κτίριο που δώρισε ο Παναγιώτης Τράμπας γι αυτό και ονομάστηκε Τράμπειος Σχολή. Το 1926 δημιουργήθηκε γυμνάσιο, στο οποίο φοίτησαν και Έλληνες από χώρες της ανατολικής Αφρικής, όπου δεν υπήρχαν σχολεία.
Η πιο σημαντική μορφή της ελληνικής παροικίας ήταν αδιαμφισβήτητα ο Γεράσιμος Κοντομίχαλος, με ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ο οποίος απέκτησε μεγάλη οικονομική δύναμη. Ο μετανάστης από την Κεφαλλονιά, έφτασε να είναι ο πιο σημαντικός οικονομικός παράγοντας όλης της χώρας. Βοήθησε στη δημιουργία ελληνικών κοινοτήτων σε πάρα πολλές περιοχές του Σουδάν, πρόσφερε τα χρήματα για να δημιουργηθεί το γυμνάσιο στο Χαρτούμ κι έως τον θάνατό του αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της παροικίας, το στήριγμα όλων των Ελλήνων.
Ο Λουκάς Γεωργαντέλης, ο Ιωάννης Κουτσουρίδης, ο Άγγελος Καπάτος, τα αδέλφια Λοϊζου ήταν μεταξύ των πάρα πολλών Ελλήνων που ανέπτυξαν σημαντική οικονομική δραστηριότητα. Έλληνες ασχολήθηκαν επίσης με την εμφιάλωση αεριούχων ποτών κι έως σήμερα υπάρχει το εργοστάσιο αναψυκτικών «Μπαζιάνος».
«Οι Έλληνες είχαν πάντα ιδιαίτερη σχέση με τους Σουδανούς, σε αντίθεση με τους Βρετανούς που τους θεωρούσαν ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας. Και για αυτό είναι οι Ελληνες αγαπητοί μέχρι και σήμερα» τόνισε ο κ. Χαλδαίος.
Οι Έλληνες δεν έφυγαν από το Σουδάν, όταν έγινε ανεξάρτητη χώρα το 1956, αλλά μετά το πραξικόπημα του 1969, όταν έχασαν τις περιουσίες τους στο κύμα εθνικοποιήσεων που ακολούθησε.
Το τελειωτικό χτύπημα για την ελληνική παροικία ήταν το 1983 όταν επιβλήθηκε το καθεστώς της σαρία. Έστειλαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους εκτός Σουδάν, οπότε προέκυψε πρόβλημα ανανέωσης του πληθυσμού. Επιπλέον, οι Έλληνες ήταν η κύρια δύναμη στο εμπόριο των οινοπνευματωδών, από την εμφιάλωση μέχρι τη διανομή και την πώληση σε σούπερ μάρκετ και η απαγόρευση του αλκοόλ απεδείχθη μεγάλο πλήγμα στην εμπορική τους δραστηριότητα.
Ειδήσεις σήμερα
Σάλος στην Τουρκία: Αδιαθεσία Ερντογάν κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης
Συντάξεις-δημόσιο: Συμφέρει να φύγεις κάποιος στα 67 ή στα 40 έτη ασφάλισης;
ΕΝΦΙΑ: Οι 2 στρεβλώσεις της νομοθεσίας