Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, όσοι κοσμικοί δεν λαμβάνουν πρόσκληση εκφράζουν την δυσαρέσκειά του, ενώ οι …τυχεροί έχουν άλλα προβλήματα :“Τα θύματα της φάρσας, με επίσημον ένδυμα, φυσικά, άλλοι με φράκον φρεσκοσιδερομένον και άλλοι με άμεμπτον σμόκιν, ήρχισαν να προσέρχονται την προσδιορισμένη ώρα, εις το επί της οδού Κηφισίας ξενοδοχείον, δια την ανέλπιστον διακριτική τιμήν, αλλά με την κρυφήν συγχρόνως ελπίδα, ότι ο βαθύπλουτος μαχαραγιάς δεν θα τους άφηνε προφανώς να φύγουν με κενάς τας χείρας. Θα τους έδινε, αναμφιβόλως, ως ενθύμιον ένα μικρόν δώρον”.
Στις 9 το βράδυ της “δεξίωσης” ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών δέχεται τηλεφώνημα από τον υπεύθυνο του ξενοδοχείου “Πτι Παλαί” που του αναφέρει έντρομος :“Κύριε διευθυντά, κάτι περίεργο συμβαίνει!.Αρχίζει και έρχεται κόσμος πολύς στο ξενοδοχείο, επίσημοι με φράκα, με στολές και παράσημα, κυρίες με εξώμους εσθήτας. Έρχονται, λέει, ως προσκεκλημένοι της κυβερνήσεως εις την δεξίωσιν που δίδει προς τιμήν του μαχαραγιά της Καπουρτάλα. Αλλά κανένας μαχαραγιάς δεν μένει εδώ και καμία δεξίωσις δεν δίδεται. Ο κόσμος φωνάζει διότι, λέει, έχει προσκλήσεις!.. Έχουν φθάσει ουρά τα αυτοκίνητα! Κάτι πρέπει να συμβαίνει!”.
Η αστυνομία φτάνει άμεσα στο χώρο άλλοτε για να ενημερώσει τους έκπληκτους πολιτικούς και κοσμικούς πως έχουν φορέσει άδικα τις επίσημες στολές με τα παράσημα και τις εντυπωσιακές τουαλέτες, αλλά και για να αναζητήσει τον φαρσέρ. Όμως ο τελευταίος δεν πέφτει στην παγίδα και χρειάζονται πολυήμερες ανακρίσεις, και αναζητήσεις στα τυπογραφεία όλης της πόλης ώστε να βρεθεί ο θύτης σε ένα μικρό τυπογραφείο του Πειραιά.
Παρά τη τάση του για φάρσες ο δράστης ονομάζεται Στέφανος Αγέλαστος, και είναι αυτός μάλιστα που δίνει ο ίδιος προσωπικά πρόσκληση στον τότε υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλόπουλο, ζητώντας του μάλιστα να μεσολαβήσει στον μαχαραγιά ώστε ο τελευταίος να τον βοηθήσει στην ερευνητική αποστολή που ετοιμάζει στο Θιβέτ… Τελικά μάλιστα αφήνεται ελεύθερος αφού στον τότε ποινικό κώδικά δεν υπάρχει συνέπεια για το αδίκημα της φάρσας…
Τη δεκαετία του 50 το νησί της Ρόδου αναστατώνεται από την πληροφορία ότι στην πόλη έχει φτάσει ο τελευταίος βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ, τον οποίο βλέπουν να μπαίνει στο ξενοδοχείο Ξενία. Πριν οι αρχές καταλάβουν τι συμβαίνει, τον έκπτωτο βασιλιά ανακαλύπτουν φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι στους οποίους κάνει μάλιστα δηλώσεις, ότι στοχεύει να εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί ώστε να αναλάβει τη διαχείριση του Καζίνο της περιοχής, καθώς και να εξαγοράσει κρατικά ξενοδοχεία που έχουν περιέλθει στον Οργανισμό Διαχειρίσεως Δημόσιας Περιουσίας Δωδεκανήσου.
Όμως, οι πιο παρατηρητικοί ντόπιοι παρατηρούν ότι κάτω από το φέσι και το τεράστιο μουστάκι του “βασιλιά” βρίσκεται γνωστός πλακατζής της πόλης. Στην αποκάλυψη της αλήθειας ο ίδιος απαντά ότι το έκανε για να ….βοηθήσει, με αυτό τον τρόπο, τους τοπικούς δημοσιογράφους να βγάλουν μια εντυπωσιακή είδηση, ενώ αποκαλύπτει ότι το φέσι το είχε δανειστεί από τον μουφτή της Ρόδου.
Η επιλογή του Φαρούκ για την πλάκα δεν είναι τυχαία αφού ο έκπτωτος βασιλιάς είναι γνωστός στην παγκόσμια κοσμική σκηνή για την αδυναμία του στο καλό φαγητό και την κραιπάλη. Τη περίοδο της Κατοχής μάλιστα που η ελληνική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια βρίσκονται αυτοεξοριζόμενες στην Αίγυπτο γράφεται, αρκετές φορές, ότι όταν ο Φαρούκ επιχειρώντας να φλερτάρει τη βασίλισσα Φρειδερίκη δέχεται από αυτή ένα δυνατό χαστούκι…