Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Επεισε αυτόν και την Πύλη ότι η ανύποπτη ενέργεια των Αγγλων να βυθομετρήσουν τον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό ήταν συνωμοτική ενέργεια να ενώσουν την Πελοπόννησο με την υπό την κατοχή τους Ζάκυνθο!
Ετσι κατέστησαν τους Αγγλους αναξιόπιστους και ύποπτους και απέτρεψαν κάθε ενέργεια που θα έβλαπτε την Επανάσταση (Ι. Φιλήμονος ΔΙΕΕ, τ. Α’, 1859, σσ. 121 κεξ. και Τάσου Γριτσόπουλου «Ιστορικά Μελετήματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Τόμος Β’ Αθήναι, 2008, σελ. 81).
Το Εκτελεστικό στις 18/30 Σεπτεμβρίου 1822, και ύστερα από απόφαση τής στην Επίδαυρο Α’ Εθνοσυνέλευσης, όρισε τους Π. Πατρών Γερμανό και Γ. Μαυρομιχάλη να μεταβούν στη Ρώμη, να επισκεφθούν τον Πάπα, να τον ενημερώσουν για την Επανάσταση και να ζητήσουν τη βοήθειά του (Απομνημονεύματα Π.Π. Γερμανού, σελ. 126).
Ο Γερμανός «πλήρης πικρίας (σημ. Συνεπεία των διαιρέσεων και ενόπλων συγκρούσεων μεταξύ των αγωνιστών) αλλ’ όχι και αποθαρρύνσεως διά την εσωτερικήν κατάστασιν, υπέρ της τακτοποιήσεως της οποίας και ειρηνεύσεως των αντιμαχομένων είπερ τις και άλλος ειργάσθη, πανταχού παρών και πολλαχώς δρων… απήλθεν εις Ιταλίαν, δύσθυμος το πνεύμα, χωρίς τούτο να μειώση τον προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του ζήλον» (Δ.Γρ. Καμπούρογλου «Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Π. Πατρών Γερμανού», Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι, 1916, σσ. 45-46).
Το ταξίδι από την Πάτρα στην Ανκόνα κράτησε 55 ημέρες και άλλες δεκαπέντε απομόνωση στο λαζαρέτο (λοιμοκαθαρτήριο). Οταν βγήκε έστειλε επιστολή στον διαμένοντα στην Πίζα μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, με την οποία του εξήγησε την αποστολή του και ζήτησε οδηγίες.
Η απάντηση του Ιγνατίου ήταν αποθαρρυντική και ειρωνική: Μπορούσε μόνος του να τα καταφέρει και εκείνοι ουδέν θα επιτύχουν, γι’ αυτό να ξεκουραστούν κάποιες ημέρες και να επιστρέψουν…
Ο Γερμανός απάντησε: «Το να αναπαυθώμεν ενταύθα της πατρίδος πασχούσης είναι αδύνατον, επειδή ουδέ διά τούτο ήλθομεν, ουδέ το ιδίωμα ημών τοιούτον. Εγώ, αδελφέ, είχον ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα την μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ’ ελπίδι κοινής ωφελείας της πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ σκοπούς ιδιωφελείας».
Στην Ιταλία ο Γερμανός έμεινε για δύο περίπου χρόνια. Το 1823 ο Διον. Ρώμας του κάνει νύξη να επιστρέψει. Ο Γερμανός του απαντά ότι η παρουσία του είναι ωφέλιμη στην Ιταλία για την Επανάσταση, αλλά και πως με την επιστροφή του θα υποχρεωθεί να πάρει το μέρος κάποιας από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, πράγμα που δεν το θέλει.
Ο στενός σκοπός της αποστολής του δεν επιτεύχθηκε. Τον Πάπα δεν τον είδε. Οι στην Ανκόνα άνθρωποι του ηγεμόνα του παπικού κράτους τον δέχθηκαν με γαλατική ευγένεια, αλλά με διάφορες προφάσεις ματαίωσαν τη μετάβασή του στη Ρώμη. Είναι γνωστό ότι το Βατικανό καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης διατηρούσε ουδέτερη έως θετική στάση προς τους Οθωμανούς (βλ. σχ. Ανδρέα Δρακάκη «Ιστορία του οικισμού της Ερμουπόλεως», Αθήναι, 1979, Τόμος Α’ σελ. 12).
Ο Γερμανός ήξερε πολύ καλά τα αισθήματα των παπικών έναντι των Ελλήνων, αλλά δεν θέλησε να μην υλοποιήσει την απόφαση του Εκτελεστικού. Εις αυτόγραφό του προς αρχιερείς, πνευματικούς, ιεροκήρυκες και ιερείς τονίζει:
«Η ημετέρα Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, ήτις διεφύλαξεν απαραλλάκτως τας εξ αρχής δογματικάς παραδόσεις των Αποστόλων και των Πατέρων και δεν εδέχθη καμμίαν καινοτομίαν, μισουμένη από τας άλλας των αιρετικών Εκκλησίας, εγκατελείφθη εις την διάκρισιν των Οθωμανών, οίτινες υπέταξαν και την Εκκλησίαν και το βασίλειόν της» («Απομνημονεύματα», Εκδ. «Δρομεύς», σελ. 175).
Στην Ιταλία, όμως, ο Γερμανός πέτυχε να συσπειρώσει τους Ελληνες, να ιδρύσει διπλωματικό γραφείο εις τρεις πόλεις (Ανκόνα, Μπολόνια και Φαέντζα) και καθημερινώς να αλληλογραφεί με σημαντικές προσωπικότητες, ενισχύοντας τη διάθεσή τους για βοήθεια στην Επανάσταση. Μεταξύ αυτών οι Ι. Καποδίστριας, Διον. Ρώμας, Ιωάν. Βαρβάκης, Θ. Νέγρης και Ι. Παπαρρηγόπουλος.
Στην Ελλάδα ο Γερμανός επέστρεψε το 1824. Οπως είχε προβλέψει, οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων αγωνιστών είχαν ενταθεί και υπήρχαν μεταξύ τους και ένοπλες συγκρούσεις.
Ο Γερμανός στην αρχή αποσύρθηκε στη Μονή Χρυσοποδαρίτισσας, στα Νεζερά. Αργότερα ετάχθη με τη μετριοπαθή πτέρυγα (Λόντου, Φωτήλα), που πρότεινε την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω Εθνοσυνέλευσης. Αυτό δεν άρεσε στον Κωλέττη και τους οπαδούς του, οι οποίοι τους κυνήγησαν. Τον Γερμανό συνέλαβαν στη μονή οι άνθρωποι του Γκούρα και τον απήγαγαν προς τη Δίβρη.
Για να τον ταπεινώσουν, τον διέταξαν να κατέβει από το άλογό του και να σύρεται πίσω του «βαδίζων επιμόνως εις την παγωμένην λάσπην του κάμπου της Ηλείας» (Δ. Κοκκίνου «Η Ελληνική Επανάστασις», Εκδ. Μέλισσα, Αθήναι, 1969, Δ’ Τόμος, σ. 533). Ο ιεράρχης βασανίστηκε οικτρά από έναν Νικολέτο Σοφιανόπουλο, ο οποίος πέθανε ξαφνικά, ενώ έχαιρε άκρας υγείας. Το αιφνίδιο συμβάν έφερε τον Γκούρα και τους άνδρες του σε συναίσθηση και έπαυσαν να τον κακομεταχειρίζονται (Καμπούρογλου «Μελέτη…», σ. 239).
Ο Γερμανός, από τα βάσανα, τις κακουχίες, τις πικρίες, απεβίωσε στο Ναύπλιο, όντας πρόεδρος της Επιτροπής της Συνελεύσεως, ήτοι «προϊστάμενος για τα του συμβιβασμού», στις 27 Μαΐου 1826, σε ηλικία 55 ετών.
Από φθόνο κάποιοι θέλησαν να εμποδίσουν να τελεσθεί η νεκρώσιμη ακολουθία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Ναύπλιο. Ο λαός ήταν έτοιμος να εξεγερθεί, αλλά Επτανήσιοι στρατιωτικοί επενέβησαν, ματαίωσαν κάθε εναντίωση και η κηδεία έγινε κανονικά. Το λείψανό του βρήκε ζεστασιά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Δημητσάνα.
Ως επικήδειο, ο Μιχ. Οικονόμου έγραψε μεταξύ άλλων: «Φρονίμως και επιτυχώς υπηρετήσας εις την εξέγερσιν του εθνικού αγώνος, προελόμενος (επιθυμών) δε να διατηρήση υψηλήν και άμεμπτον την αξιοπρέπειαν του εκκλησιαστικού του χαρακτήρος και συμβιβάζων αυτήν με το προς την πατρίδα καθήκον, και συντρέχων και συμβουλεύων τα υπέρ αυτής και της πίστεως και της ελευθερίας, δεν έλειψεν μεν του να παρευρίσκηται εις την πολιορκίαν της πρωτευούσης της Αρχιεπισκοπής ή της Μητροπόλεώς του, να θυσιάζη την περιουσίαν του εις τας ανάγκας των πολιορκητών και εις την προμήθειαν πάντων των αυτοίς αναγκαίων (Μιχ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Εκδ. Δημοσίας Βιβλιοθήκης της Σχολής Δημητσάνης, Φωτ. Επανεκδ. 1976, σελ. 663-664).
Από την έντυπη έκδοση