Πανικός
Το 1943 ολοκληρώνεται άσχημα για τις δυνάμεις του Αξονα, αφού η συμμαχική απόβαση στην Ιταλία φέρνει κοντά την ήττα και τον πανικό, κάνοντας τη ναζιστική ηγεσία ωμότερη. Στις 06/10/1943 ο αρχηγός του γερμανικού Γενικού Επιτελείου, Βίλχελμ Κάιτελ, διαβιβάζει στον στρατιωτικό διοικητή ΝΑ Ευρώπης διαταγή του Χίτλερ, σύμφωνα με την οποία σε περιοχές όπου υπάρχει ένοπλη αντίσταση θα επιβάλλονταν μέτρα εξιλέωσης (Suhnemassnhmen). Πίσω από τον διπλωματικό όρο κρύβεται εντολή στρατιωτικής ασυδοσίας των κατακτητών προς αποφυγή μελλοντικών ενεργειών αντίστασης. Λίγες ημέρες μετά, νέα εντολή του Χίτλερ επιβάλλει συσπείρωση όλων των αντικομμουνιστικών δυνάμεων στις κατακτημένες περιοχές με τη βοήθεια «αστικών ομάδων αντίστασης» και «εθνικών συμμοριών».
Η γερμανική ανησυχία περί συμμαχικής απόβασης στην Πελοπόννησο οδηγεί σε προσπάθεια εκκαθάρισης της περιοχής από αντάρτικες μονάδες που ελέγχουν κομβικούς οδικούς άξονες. Η σημαντικότερη μάχη γίνεται στις 15 Οκτωβρίου μεταξύ του Λόχου 5-749 της 117ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών, με επικεφαλής τον Αυστριακό λοχαγό Σόμπερ, και του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Δημήτρη Μίχο, οι δυνάμεις του οποίου εγκλωβίζουν 81 Γερμανούς αιχμαλώτους. Οι αντάρτες, μη γνωρίζοντας πρακτικές αιχμαλωσίας αλλά και μην έχοντας υποδομή διαχείρισής τους, επιχειρούν χωρίς επιτυχία ανταλλαγή με κρατούμενους κομμουνιστές. Οι Γερμανοί απαιτούν από τον μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Θεόκλητο παράδοση αιχμαλώτων και οπλισμού χωρίς καμία διαπραγμάτευση.
Στις 25/11/1943 υπογράφεται από τον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, υποστράτηγο Καρλ Φον Λε Σουίρ, απόφαση περί γερμανικής επίθεσης στην περιοχή, η οποία ξεκινά παράλληλα από έξι διαφορετικά σημεία: Τρίπολη, Αργος, Κόρινθο, Αίγιο, Πάτρα και Πύργο. Οι ομάδες αυτές, συνοδευόμενες από εκατοντάδες Ελληνες συνεργάτες που δεν φορούν κράνη αλλά τζόκεϊ ώστε να ξεχωρίζουν από τους Γερμανούς στρατιώτες, αρχικά δεν ενεργούν κατά του τοπικού πληθυσμού. Ολα αλλάζουν όταν στις 5 Δεκεμβρίου λαμβάνουν εντολή του διοικητή της Βέρμαχτ στην Αθήνα, Φέλμι, για την έναρξη της «Επιχείρησης Καλάβρυτα».
Οι Γερμανοί, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Χανς Εμπερσμπέργκερ, μπαίνουν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου, διαβεβαιώνοντας τους κατοίκους ότι αναζητούν συμπατριώτες τους αιχμαλώτους και ότι δεν θα πειράξουν κανέναν, αλλά παράλληλα κυκλώνουν την πόλη απαγορεύοντας την έξοδο από αυτήν. Από τις 7 Δεκεμβρίου οι αντάρτες έχουν εκτελέσει τους αιχμαλώτους, ακολουθώντας εντολή της Αγγλικής Αποστολής στην Ελλάδα ή, κατά άλλους, με πρωτοβουλία του ΕΑΜ Πάτρας. Οι πληροφορίες είναι αντικρουόμενες και στο αν οι κατακτητές γνωρίζουν ή όχι την εκτέλεση των αιχμαλώτων όταν καίνε τα Καλάβρυτα. Οι καταστροφές και οι δολοφονίες που διαπράττουν σε γειτονικές περιοχές τις προηγούμενες ημέρες ενισχύουν την άποψη ότι η απόφαση του Ολοκαυτώματος είναι ανεξάρτητη της τύχης των αιχμαλώτων.
Τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου 1943 και ενώ την προηγούμενη ημέρα οι κατακτητές δείχνουν έτοιμοι ν’ αναχωρήσουν, οι καμπάνες της εκκλησίας καλούν τους κατοίκους στο δημοτικό σχολείο της πόλης, παίρνοντας μαζί τους κουβέρτα και το φαγητό μίας ημέρας. Εκεί παραμένουν οι γυναίκες, ενώ άνδρες και παιδιά πάνω από 14 ετών οδηγούνται στον διπλανό λόφο Καππή, έχοντας τον λόγο της στρατιωτικής τιμής του Γερμανού διοικητή ότι δεν πρόκειται να πειραχθούν. Πριν εκτελεστούν, οι εγκλωβισμένοι στον λόφο αναγκάζονται να δουν τις φλόγες να υψώνονται πάνω από το χωριό τους και τους Γερμανούς να κάνουν πλιάτσικο σε σπίτια και δημόσιες υπηρεσίες. Μία πράσινη και μετά μία κόκκινη φωτοβολίδα από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» δίνουν σήμα στα πολυβόλα να στραφούν στους εγκλωβισμένους. Ωρες μετά, όταν οι κατακτητές έχουν φύγει από το χωριό, τα γυναικόπαιδα που σώζονται από την πυρπόληση του δημοτικού σχολείου ανεβαίνουν μέσα στην ομίχλη στον μαρτυρικό λόφο αντικρίζοντας το αποκρουστικό θέαμα.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Νεότερες πληροφορίες για την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» αναφέρουν ότι σε αυτή συμμετέχουν γύρω στα 3.000 άτομα, εκ των οποίων μόνο 800 είναι Γερμανοί και οι περισσότεροι είναι Ελληνες συνεργάτες τους -πολλοί αποτελούν μέλη του σώματος εθελοντών «Λεωνίδας» από τη Λακωνία- που είτε συμμετέχουν οι ίδιοι στις σφαγές είτε παρατάσσονται περιμετρικά της πόλης εμποδίζοντας τη διαφυγή των κατοίκων. Αριθμός θυμάτων εκείνου του φρικτού δεκαημέρου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά πιθανότατα ξεπερνά τους 1.000 αμάχους και γυναικόπαιδα. Από τη σφαγή στον λόφο διασώζονται μόλις 13 άτομα, τα οποία, μάλιστα, επιζούν και μετά τη χαριστική βολή…
Λίγες ημέρες μετά, ο Βρετανός διπλωμάτης Λίπερ ενημερώνει μ’ ένα λιτό τηλεγράφημα την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου για το Ολοκαύτωμα: «Τα γερμανικά στρατεύματα, υποβοηθούμενα από ελληνικές ομάδες ασφαλείας, πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους».
Η φρίκη πριν από το Ολοκαύτωμα
Ο μόνος τίτλος που αρμόζει στις γερμανικές δυνάμεις και τους Ελληνες βοηθούς τους, που αιματοκυλούν τα Καλάβρυτα, είναι αυτός της «Ομάδας θανάτου», αφού απ’ όπου περνούν αφήνουν πίσω τους όλεθρο και καταστροφή. Θα παρακολουθήσουμε την πορεία φρίκης προς τον τόπο της θυσίας, που ακολουθούν δύο από τις έξι ομάδες που δρουν στην περιοχή εκείνες τις ημέρες. Η ομάδα που ξεκινά από την Πάτρα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ, στις 05/12 λεηλατεί τη Μονή Ομπλού, στις 07/12 σκοτώνει τρεις άνδρες, μία γυναίκα στον Κάλανο, καθώς και τρεις βοσκούς και έναν οπλίτη, στις 08/12 δολοφονεί έναν άνδρα από το Μάνεσι, ενώ στις 10/12 δολοφονεί πέντε άνδρες στο χωριό Πριόλιθο.
Η ομάδα που ξεκινά από το Αίγιο, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ, στις 08/12 καίει ολοσχερώς το χωριό Ρογοί και σκοτώνει 65 άνδρες και παιδιά, την ίδια μέρα μπαίνει στην Κερκίνη, όπου δολοφονεί 38 άνδρες και παιδιά, μετά κατευθύνεται στην Ανω και την Κάτω Ζαχλωρού, όπου σκοτώνει 19 άνδρες, στη Μονή Μεγάλου Σπηλαίου δολοφονεί 16 μοναχούς και επισκέπτες, καθώς και 6 μοναχούς στη θέση Ψηλός Σταυρός. Στις 09/12 στα χωριά Σουβάρδο και Βραχνί δολοφονεί πέντε και έξι άνδρες αντίστοιχα, στις 14/12 λεηλατεί και πυρπολεί τη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου δολοφονεί έξι μοναχούς και επισκέπτες, την ίδια ημέρα λεηλατεί το χωριό Βυσωκά σκοτώνοντας πέντε άνδρες, ενώ καίει και το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου…
«Τόσοι σταυροί που στήθηκαν,
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.
Σταυροί, παντού σταυροί».
Φώτης Αγγουλές