Ομως στην πορεία, τμήματα της ομάδας Φράγκου συνεπλάκησαν σε μάχες, άλλα στην περιοχή του Σαλιχλή και άλλα στην περιοχή Ντερεκιόι και Μιντεπέ. Και ενώ η ομάδα Φράγκου συνεπτύσσετο, τότε διετάχθη το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, με το οποίο είχαν ενωθεί τμήματα της XIII Μεραρχίας, να σπεύσει σιδηροδρομικώς στο Σαλιχλή, όπου σε συνεργασία με την εκεί Μεραρχία Ιππικού να προστατεύσουν την πόλη από ενδεχόμενη τουρκική επίθεση. Βέβαια, η επίθεση εξεδηλώθη αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1922.
Τότε η εκεί πρώτη τουρκική μεραρχία κατάφερε να εισέλθει στο Σαλιχλή, αλλά αμέσως πραγματοποιήθηκε αντεπίθεση από το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και μετά από τρίωρη μάχη η πόλη ανακαταλήφθηκε. Στη συνέχεια οι Τούρκοι δεν σταμάτησαν τις παρενοχλήσεις, αλλά το 5/42 Σύνταγμα και οι εκεί υπάρχουσες ελληνικές δυνάμεις βοήθησαν ώστε να πραγματοποιηθεί η σύμπτυξη με την ομάδα Φράγκου. Μετά την ανακατάληψη της πόλεως Σαλιχλή, οι παρενοχλήσεις των Τούρκων ήσαν περιορισμένες και τούτο διότι ήδη οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί ότι ο ελληνικός στρατός είχε πλέον εξουθενωθεί και δεν υπήρχαν δυνάμεις για περαιτέρω αγώνες.
Τα εναπομείναντα τμήματα του στρατού ήσαν τόσο εξαντλημένα, ώστε πολλοί στρατιώτες έπεφταν στους δρόμους αρνούμενοι να συνεχίσουν την πορεία τους, παρά τον κίνδυνο της αιχμαλωσίας. Ολες αυτές οι πληροφορίες είχαν φθάσει στην Αθήνα και όλοι πλέον είχαν αντιληφθεί την τραγικότητα της καταστάσεως. Αρχικά υπήρχε μια ελπίδα να διατηρηθεί η γραμμή Τουμπλού Μπουνάρ, διότι υπήρχε η ανάμνηση των μεγάλων επιτυχιών στην εαρινή επίθεση του 1921. Αλλά όταν και η γραμμή αυτή δεν κατορθώθηκε να διατηρηθεί, ούτε και η γραμμή των Σάρδεων, τότε εκρίθη αναγκαίο να αντικατασταθεί ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης. Η αντικατάσταση του αρχιστρατήγου σε τέτοιες δύσκολες στιγμές προκάλεσε ποικίλα σχόλια, διότι έγινε σε περίοδο συγχύσεως και πλήρους νευρικότητας και μάλιστα σε περίοδο που ο ελληνικός στρατός ευρίσκετο σε υποχώρηση.
Νέος διοικητής της στρατιάς ορίστηκε ο υποστράτηγος Ν. Τρικούπης την 22 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή ήταν ήδη αιχμάλωτος των Τούρκων και το Γενικό Επιτελείο Στρατού δεν γνώριζε τίποτα για τη σύλληψή του. Οταν βέβαια η κυβέρνηση επληροφορήθη τη σύλληψη του στρατηγού Ν. Τρικούπη, αναγκάστηκε να διορίσει νέο αρχηγό της στρατιάς, τον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο, ενώ τα καθήκοντα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού ανετέθησαν στον Βίκτωρα Δούσμανη. Μετά τις ανωτέρω αλλαγές και συγκεκριμένα την 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου 1922 έφθασαν με το αντιτορπιλικό «Βέλος» στη Σμύρνη ο υπουργός των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκης και οι αντιστράτηγοι Γ. Πολυμενάκος και Β. Δούσμανης. Ολοι οι ανωτέρω μόλις έφθασαν στα γραφεία της στρατιάς μετείχαν σε σύσκεψη, στην οποία μετείχαν επίσης ο αντιστράτηγος Χατζανέστης και ο ύπατος αρμοστής Α. Στεργιάδης.
Μετά τη σύσκεψη, ο αντικατασταθείς αρχιστράτηγος ανεχώρησε αμέσως για τον Πειραιά. Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης πίστευε ότι άμεσος κίνδυνος καταλήψεως της Σμύρνης δεν υπήρχε. Χρειαζόταν όμως μια καλύτερη οργάνωση γύρω από την πόλη και αυτό θα μπορούσε να γίνει από την ομάδα Φράγκου, η οποία θα ενισχύετο με τη μεταφορά εκεί του Γ’ Σώματος Στρατού. Σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να εκκενωθεί η πόλη για να αποφευχθεί αιχμαλωσία του στρατού. Βέβαια, το σχέδιο Χατζανέστη εκρίθη ανεφάρμοστο όχι λόγω ελλείψεως πυροβολικού, αλλά λόγω του καταρρακωμένου ηθικού και αδυναμίας αμέσου προσελεύσεως του Γ’ Σώματος Στρατού.
Μετά από όλα τα ανωτέρω για τον νέο αρχιστράτηγο, ο οποίος ανέλαβε αμέσως καθήκοντα την 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου, δεν υπήρχε άλλη λύση παρά η λήψη μέτρων ασφαλείας και η άμεση εκκένωση της Σμύρνης. Ομως και αυτά τα μέτρα δεν ήταν εύκολο να ληφθούν αμέσως. Και τούτο διότι, εκτός των άλλων, είχε δημιουργηθεί στη Σμύρνη μια ψυχολογία πανικού, η οποία δεν υπήρχε τις πρώτες ημέρες της επίθεσης. Βέβαια, ο πανικός αυτός άρχισε όταν την 18/31 Αυγούστου οι αφιχθέντες στη Σμύρνη υπουργοί Ν. Θεοτόκης και Ν. Στράτος ανεχώρησαν αυθημερόν για τον Πειραιά. Τότε άρχισαν να κυκλοφορούν πολλές διαδόσεις, τις οποίες συνεδύαζαν με την από 15/28 Αυγούστου ανακοίνωση εκκένωσης του Αφιόν Καραχισάρ.
Οι διαδόσεις όμως αυτές ενισχύθησαν από το πρωί της 19 Αυγούστου /1 Σεπτεμβρίου, όταν άρχισε η συσκευασία των αρχείων της στρατιάς και της Αρμοστείας και έγιναν γνωστές οι διαταγές για την προετοιμασία αναχώρησης δημοσίων υπαλλήλων και ανδρών της Χωροφυλακής. Εάν στα ανωτέρω προσθέσει κανείς την αθρόα άφιξη ατόμων τα οποία ήρχοντο από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, τότε ήταν δικαιολογημένο το αίσθημα πανικού που είχε δημιουργηθεί στους κατοίκους της Σμύρνης. Ολοι έτρεχαν με αποσκευές στην παραλία αναζητούντες μέσον αναχωρήσεως. Η παραλία της Σμύρνης ήταν κατάμεστη από ανθρώπους και αποσκευές.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ενα άλλο γεγονός το οποίο ενίσχυσε τον πανικό του στρατού και των κατοίκων της Σμύρνης ήταν το ότι ο νέος αρχιστράτηγος στρατιάς, Γ. Πολυμενάκος, μετέφερε τα μεσάνυκτα της 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου την έδρα του στρατηγείου του σε πλοίο. Το πρωί της 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου η πόλη της Σμύρνης ήταν έρημη και οι ελάχιστοι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν ευρίσκοντο σε κατάσταση απόγνωσης και απογοήτευσης. Μάλιστα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας διεδόθη η φοβερή είδηση ότι αναμένονταν να εισέλθουν στη Σμύρνη Τούρκοι στρατιώτες.
Πράγματι όμως, τις απογευματινές ώρες ενεφανίσθησαν στην πόλη περίπου 400 άτακτοι ιππείς. Μετά όμως από λίγο εμφανίσθηκε ισχυρά δύναμη του πέμπτου τουρκικού Σώματος Ιππικού και έτσι επιβεβαιώθηκαν όλες οι διαδόσεις οι οποίες από την παραμονή είχαν κυκλοφορήσει σε ολόκληρη την πόλη της Σμύρνης. Μετά το ιππικό και συγκεκριμένα τις βραδινές ώρες, εισήλθαν στην πόλη και ισχυρά τμήματα πεζικού. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού και του πυροβολικού της Α’ Στρατιάς εισήλθε στην πόλη την 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά.
Με την είσοδο του τουρκικού στρατού εκηρύχθη ο στρατιωτικός νόμος, τον οποίο κήρυξε ο τουρκικός στρατός. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να υποχωρούν από τις 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου. Η αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων επραγματοποιείτο διά της χερσονήσου της Ερυθραίας, περιοχής αποτελεσματικά προστατευμένης από ξηράς και από θαλάσσης. Στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι παρακολουθούσαν σαν θεατές το δράμα των Ελλήνων, χωρίς μάλιστα να τους παρενοχλούν.
Είναι ανάγκη εδώ να επισημάνουμε ότι από της 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου 1922, όταν διατάχθηκε η εκκένωση της Σμύρνης, μέχρι την 5/16 Σεπτεμβρίου, όταν επιβιβάσθηκαν στα πλοία τα τελευταία τμήματα του ελληνικού στρατού που ευρίσκονταν στην Ιωνία, υπήρξε μεγάλη σύγχυση και αμηχανία. Κανένας δεν ήξερε τι γινόταν και προς τα πού βαδίζουμε. Τη σύγχυση και την αβεβαιότητα τη διεδέχθησαν το χάος και η ανασφάλεια. Και όλοι διερωτώντο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και μάλιστα τόσο βιαστικά. Γιατί πραγματοποιείται τόσο εσπευσμένα η αποχώρηση ακόμη και των στρατιωτικών τμημάτων; Γιατί να μην ενημερώνονται ακόμη και οι στρατιωτικοί; Γιατί να περιφέρονται στην πόλη της Σμύρνης περιπλανώμενοι στρατιώτες και να αιχμαλωτίζονται από τον τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε εισέλθει χωρίς καμία αντίσταση στην πόλη της Σμύρνης; Οι Τούρκοι δεν περίμεναν με κανέναν τρόπο αυτή την άτακτη αποχώρηση των Ελλήνων.
Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες οι Τούρκοι είχαν ενθαρρυνθεί από την αθρόα αποχώρηση των Ελλήνων και από καιρού εις καιρόν πραγματοποιούσαν επιθέσεις τις οποίες βέβαια απέκρουαν οι Ελληνες με τη βοήθεια του πολεμικού μας στόλου που ναυμαχούσε στη θαλάσσια περιοχή της Σμύρνης. Ολες όμως οι επιθέσεις και οι αψιμαχίες κάποτε τελείωσαν και έτσι το πρωί της 3/16 Σεπτεμβρίου 1922 οι Τούρκοι μπήκαν πανηγυρικά εις τον Τσεσμέ, ενώ οι τελευταίες ελληνικές δυνάμεις του νοτίου μετώπου που είχαν διεσωθεί επιβιβάστηκαν στα πλοία με προορισμό τα νησιά μας Χίο και Μυτιλήνη.
Ετσι γράφτηκε ο επίλογος της μεγάλης Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία στοίχησε τόσα πολλά στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό.
Από την έντυπη έκδοση