Τότε, υποστηρικτές του είναι αποκλειστικά οι λαϊκές τάξεις που το τραγουδούν, οι δημιουργοί του και οι δισκογραφικές εταιρίες που βγάζουν χρήματα, ενώ απέναντι βρίσκεται όλο το πολιτικό φάσμα. Από την Ακρα Δεξιά και τα δικτατορικά καθεστώτα της περιόδου μέχρι το Κέντρο και την Αριστερά, με τις αντιδράσεις στον χώρο της οποίας θα ασχοληθούμε σήμερα. Μετά την αμηχανία απέναντι στην εμφάνιση, την εξάπλωση και τη μετέπειτα κυριαρχία του ρεμπέτικου στα λαϊκά στρώματα, στα οποία θεωρεί ότι έχει κυρίαρχο ρόλο, η Αριστερά περνά στην αντεπίθεση. Χρησιμοποιώντας ως «Δούρειο Ιππο» τα χασικλίδικα τραγούδια, που αποτελούν ένα μικρό κομμάτι του ρεμπέτικου χώρου, ως απαίτηση μάλιστα των εταιριών και όχι των δημιουργών, ταυτίζουν το νέο μουσικό είδος με πορνεία και χαρτοπαιχτικές λέσχες, ενώ χαρακτηρίζουν τους υποστηρικτές του ως λούμπεν.
Παρότι ισχύει ακόμα ο μεταξικός νόμος που επιβάλλει την απαγόρευση γραμμοφώνησης ρεμπέτικων τραγουδιών με χασικλίδικους στίχους, άγνωστο γιατί, το 1946 όχι μόνο κυκλοφορούν 4 τέτοια -κλασικά σήμερα- τραγούδια, αλλά σημειώνουν και τεράστια επιτυχία. Αναφερόμαστε στο «Της μαστούρας ο σκοπός» και «Το πρωί με τη δροσούλα» του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» των Τσιτσάνη-Καλδάρα και ο «Ο λουλάς» του Γιώργου Μητσάκη. Η ανταπόκριση του κοινού, παρά τη δεκαετή απαγόρευση, επαναφέρει τη συζήτηση περί ρεμπέτικου στις τάξεις της Αριστεράς. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, η εφημερίδα «Νέα Ελλάδα» καταγγέλλει τους χώρους που ακούγονται τα «κουτσαβάκικα» αυτά τραγούδια, ενώ αναφέρεται σε δράσεις της ΕΠΟΝ στη διάρκεια της Κατοχής που περιλαμβάνουν επιθέσεις σε πορνεία, τεκέδες και λέσχες που αποτελούν μέρος των «γνωστών σατανικών σχεδίων για την εξόντωση του λαού».
Στο ίδιο κλίμα και ο μουσικοκριτικός της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» Μάριος Βαρβόγλης, που τον Ιούλιο του 1946 απαντά σε επιστολές αναγνωστών αναφέροντας ότι «ο μοναδικός ραδιοφωνικός σταθμός της χώρας αντί των δημοτικών τραγουδιών μεταδίδει ό,τι πιο οπισθοδρομικό, κακότεχνο και αντιπαθητικό για το ευρύτερο κοινό υπάρχει, με επικεφαλής τα μοιρολόγια και τους εκνευριστικούς αμανέδες που είναι τόσο στενά δεμένοι με την Τουρκοκρατία». Εν συνεχεία μάλιστα ζητά από τη διοίκηση του σταθμού την απαγόρευση ή λογοκρισία πολλών χασικλίδικων τραγουδιών: «Είμαι βέβαιος πως θα απαγόρευε τις εκπομπές αυτές που κάνουν διάφοροι γύφτοι και μεταβάλλουν τον ραδιοσταθμό μας σε αμανετζίδικο και θα επέβαλλε λογοκρισία ακόμη και στα λόγια μερικών τραγουδιών που είναι ζήτημα αν θα άκουγε κανείς σε υπόγειους παραδείσους ή σε δυσώνυμους οίκους!».
Αν ο διαπρεπής μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης αποτελεί τον πρώτο και σταθερότερο υπερασπιστή του ρεμπέτικου στην Αριστερά, σίγουρα ο «Ιαβέρης» του είναι ο σημαντικός μουσικός και αγωνιστής της Αριστεράς Αλέκος Ξένος. Ο τελευταίος εξαπολύει συχνά από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» μύδρους κατά του ρεμπέτικου γράφοντας για «το κακό που προκαλεί η αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα του ρεμπέτικου χασικλίδικου πορνογραφικού τραγουδιού», το οποίο, σε αντίθεση με το δημοτικό, «τραγουδιέται από τα πιο λούμπεν στρώματα που δημιούργησε η εξαθλιωτική πρακτική της κεφαλαιοκρατίας. Μέσα σε οίκους ανοχής, σε κάθε είδους κακόφημες ταβέρνες, στους τεκέδες, γίνεται το τραγούδι του νταή, του μακαντάση αγαπητικού, του χασισοπότη πρεζάκια κ.λπ. Είναι φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων στον ξεπεσμό μιας μερίδας της αστικής τάξης». Ο Εμφύλιος που μαίνεται και η όξυνση των πολιτικών παθών της περιόδου βρίσκουν χαμένους τους ίδιους τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού, που βρίσκονται εν μέσω πολλών στρατοπέδων.
Οι εταιρίες τούς ζητούν τραγούδια του περιθωρίου που πουλούν περισσότερα 45άρια, τα οποία όμως απαγορεύει η συντηρητική κυβέρνηση με τη συνδρομή ακροδεξιών οργανώσεων και κυνηγά η προοδευτική Αριστερά. Στην αυτοβιογραφία του ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρεται στις πιέσεις που δέχεται από δύο πλευρές: οι Χίτες τού ζητούν να καταδώσει αριστερούς, οι τελευταίοι θέλουν να του επιβάλουν τι να παίζει στο πάλκο: «Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές και μου λέγανε: Α, αυτά τα τραγούδια που λες τα χασικλίδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ’ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα!
Ματωμένα Χριστούγεννα στην Κύπρο, το 1963
Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες αυτά τα τραγούδια. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο». Τον Νοέμβριο του 1946 τα μουσικά σωματεία της χώρας κάνουν διάβημα στην κυβέρνηση κατά των «μάγκικων» τραγουδιών». Λίγες ημέρες μετά ο Γ. Σταύρου, με κείμενό του στην «Ελεύθερη Ελλάδα», εντάσσει το ρεμπέτικο «στην υπηρεσία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων γιατί ο ύμνος της μαύρης, του τουμπεκί και των άλλων… αποικιακών προϊόντων, γίνεται ανοικτά και μερακλίδικα με όλη την ελευθερία του δυτικού Τύπου.
Ωστόσο, όπως δεν λυγίζουν τον λαό τα διάφορα μέτρα τάξεως, οι εκτοπισμοί, οι εκτελέσεις, η νόμιμη και παράνομη εισαγωγή του χασίς, έτσι δεν καταφέρνουν να τον εμποτίσουν με τη μουσική του τεκέ, τα ρεμπέτικα τραγούδια και να τον θέσουν εκτός μάχης». Παρά τις αντιδράσεις και την εξαιρετικά συντηρητική προσέγγιση του ζητήματος, όπως του διανοητή της Αριστεράς Γιάννη Σκουριώτη (υποστηρίζει ότι «δεν ταιριάζει να ακούγονται σε τίμια σπίτια τα τραγούδια των χασικλήδων και των πρεζάκηδων»), το ρεμπέτικο τραγούδι καθιερώνεται σταδιακά σαν ατόφια λαϊκή έκφραση «υποχρεώνοντας» έτσι τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να αποδεχτούν τη νέα μουσική πραγματικότητα.
Συμμετοχή σε αυτή τη διαφοροποίηση έχει και η περίφημη ομιλία του νεαρού (και παλιού ΕΠΟΝίτη) Μάνου Χατζιδάκι περί ρεμπέτικου τον Ιανουάριο του 1949 στο Θέατρο Τέχνης, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «Λοιπόν, δεν νομίζω πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχουμε νομίζω σήμερα τίποτ’ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο».
Σταθερός υποστηρικτής του ρεμπέτικου τραγουδιού, με αιρετικές για τον πολιτικό του χώρο θέσεις, είναι ο Φοίβος Ανωγειανάκης. Σε άρθρο του στον «Ριζοσπάστη», τον Ιανουάριο του 1947, ουσιαστικά «απαντά» στο διάβημα κατά των «μάγκικων τραγουδιών» που κάνουν στην κυβέρνηση τα μουσικά σωματεία της χώρας, παίρνοντας σαφή θετική θέση υπέρ αυτού νέου είδους τραγουδιού, συνδέοντάς το με τη μουσική μας παράδοση: «Η μουσική της Δύσης παρασύρει τους μορφωμένους μας, που στην αρχή κόβουν κάθε δεσμό με τη βρυσομάνα του δημοτικού μας τραγουδιού. Από την άλλη μεριά, όμως, τα λαϊκά στρώματα, που μένουν μακριά από την επιρροή της -η δαπανηρή εκπαίδευση και η δύσκολη ζωή τους δεν το επιτρέπουν- εξακολουθούν να τραγουδούν.
Αυτή τη φορά, όμως, τη ζωή τους στις πόλεις. Η αγάπη και ο έρωτας, οι μιζέριες της ζωής, πολλές φορές αισθήματα φυγής, πειραχτικής διάθεσης ή χιούμορ, γίνονται θέματα στα τραγούδια τους. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η πρωτότυπη μελωδική τους γραμμή. Τα λόγια, στενά δεμένα με τη μουσική -τις περισσότερες φορές ο ποιητής είναι και ο μουσουργός- μας έχουν δώσει, όχι λίγες φορές ως τα σήμερα, ποιήματα που πολλοί ποιητές μας θα ζήλευαν την απλότητα μα και την έντασή τους, το καλοτοποθετημένο επίθετο ή την ανεπιτήδευτη εκφραστική τους δύναμη. Να ένα από αυτά: “Η βροχούλα”. Μουσική και ποίηση του Μητσάκη.
Και πόσα άλλα θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν, όπως το “Αρχόντισσά μου εσύ τρανή, κουράστηκα να σ’ αποκτήσω” ή “Το κομπολογάκι”, που κάτω από την ειρωνεία των στίχων και της μουσικής του αισθάνεται κανείς καλύτερα μια σαρκαστική διάθεση σάτιρας για ένα πραγματάκι του, ενώ είναι ένα βάσανο, έχει καταντήσει απαραίτητο».
Παρότι ο Ανωγειανάκης χαρακτηρίζει το ρεμπέτικο «σύγχρονο λαϊκό αστικό τραγούδι», κρατά και αυτός σαφείς αποστάσεις έναντι των χασικλίδικων: «Κοντά σε αυτά τα τραγούδια συναντάει κανείς και μερικά που τραγουδούν το χασίσι. Ασφαλώς, είμαστε και εμείς σύμφωνοι πως μια τέτοια μουσική και ποίηση δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι ακόμη συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε. Ομως, δεν έχουμε την αφέλεια να πιστεύουμε πως μπορεί να σταματήσει μια τέτοια μουσική με απόφαση του υπουργείου ή της αστυνομίας. Αν το κράτος ενδιαφερόταν πραγματικά για ένα τέτοιο πράγμα, θα έπρεπε να επέμβει σταματώντας το εμπόριο του χασισιού».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής