Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ). Από εκεί και πέρα, για το 29% των επιχειρήσεων ο τζίρος κινήθηκε στα ίδια επίπεδα με το 2021, ενώ το 18% είχε αύξηση κύκλου εργασιών. «Ο τουρισμός δεν κατόρθωσε να αντισταθμίσει τις πιέσεις από τις ανατιμήσεις και την κρίση ενέργειας», σχολιάζει το ΙΝΕΜΥ, εξηγώντας πως «οι θερινές εκπτώσεις του 2022 ολοκληρώθηκαν σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αντιφάσεων. Η κρίση στην αγορά ενέργειας φαίνεται πως επιδρά χωρίς χρονική υστέρηση και με διττό τρόπο στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων: Αμεσα λόγω της αύξησης του λειτουργικού κόστους και έμμεσα λόγω της απομείωσης της εσωτερικής ζήτησης, εξαιτίας της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος».
Ευρήματα
Στα σημαντικά ευρήματα της έρευνας συμπεριλαμβάνονται τα εξής:
* Οι νησιωτικές περιοχές φαίνεται να είχαν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, εξαιτίας της τουριστικής κίνησης, η οποία φέτος κινήθηκε σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τα δύο τελευταία έτη.
* Περισσότερα από τα μισά (52%) καταστήματα διαπίστωσαν υποχώρηση στην επισκεψιμότητα, ενώ για το 24% ήταν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι.
* Μόλις το 2% των επιχειρήσεων δήλωσε πως ξεπέρασε τον τζίρο του 2019 (τελευταίο «κανονικό» έτος πριν την πανδημία), ενώ το 44% σημείωσε πως δεν τον προσέγγισε καθόλου ή τον προσέγγισε σε μικρό μόνο βαθμό.
Καφετζού στα Μέγαρα: Πώς έφαγαν από ηλικιωμένο 850.000 ευρώ - «Βρέθηκα μπλεγμένος για ένα οικόπεδο»
* Για τις μισές επιχειρήσεις (50%) η καλύτερη περίοδος των εκπτώσεων, από άποψη αγοραστικής κίνησης, ήταν ο Ιούλιος. Κάτι που έχει παγιωθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, φέτος, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου κινήθηκε αξιοσημείωτα ανοδικά συγκριτικά με παλαιότερα.
* Δεν παρουσιάστηκαν μεταβολές σχετικά με το ύψος του ποσοστού έκπτωσης, καθώς το 30% των επιχειρήσεων προχώρησε σε εκπτώσεις μεταξύ 21% και 30%. Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων (30%) υιοθέτησε εκπτώσεις άνω του 41%. «Χαρακτηριστική ένδειξη των πιέσεων στον κλάδο και της ανάγκης για εύρεση ρευστότητας», όπως επισημαίνεται από το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ.
* Για το 73% των επιχειρήσεων η αύξηση του κόστους ενέργειας έχει αρνητική επίδραση, «από πολύ έως πάρα πολύ».
* Για το 67% των επιχειρήσεων η αύξηση του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης, κατά το τελευταίο εξάμηνο (από τον Μάρτιο του 2022 και έπειτα), κυμάνθηκε μεταξύ 11% και 40%.
* Για το 80% των επιχειρήσεων οι τιμές των εμπορευμάτων αυξήθηκαν από 6% έως 30% από τον Μάρτιο του 2022 και έπειτα.
* Στο πλαίσιο των έντονων πληθωριστικών πιέσεων, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (45%) κατόρθωσαν να απορροφήσουν, έστω και εν μέρει, τις αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων, ώστε να μην περάσουν εξολοκλήρου στην τελική τιμή. Το 17% των επιχειρήσεων, μάλιστα, κατόρθωσε να απορροφήσει πλήρως την αύξηση των τιμών των προμηθευτών. Το 44% απορρόφησε από 11% έως 30% των αυξημένων τιμών, ώστε να μην επιβαρυνθούν οι καταναλωτές, ενώ το 21% από 41% έως 70%.
Εκπτώσεις: Ικανοποίηση για την κατάργηση των ενδιάμεσων προσφορών
Την ικανοποίησή του για την κατάργηση του θεσμού των ενδιάμεσων εκπτώσεων εξέφρασε ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιώς (ΕΣΠ). Η σχετική διάταξη συμπεριλαμβανόταν στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Εξυγίανση των Ναυπηγείων Ελευσίνας και άλλες διατάξεις αναπτυξιακού χαρακτήρα», που ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής. Σε ανακοίνωσή του, ο ΕΣΠ σημειώνει: «Το Διοικητικό Συμβούλιο του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς, όπως και η πλειονότητα των εμπόρων όλης της χώρας, από την αρχή της θεσμοθέτησής του, είχαν τοποθετηθεί υπέρ της κατάργησης του αποτυχημένου αυτού θεσμού, που δεν πρόσφερε αξία στην αγορά, μιας και οι καταναλωτές μπορούν να βρουν καλύτερες τιμές όλο το χρόνο, αντίθετα δημιουργούσε στρεβλώσεις που έπλητταν τόσο την αγορά όσο και τους καταναλωτές».
Ο Σύλλογος σχολίασε χαρακτηριστικά πως «η περίπτωση της κατάργησης των ενδιάμεσων εκπτώσεων αποτελεί ένα καλό παράδειγμα που αποδεικνύει το πόσο σημαντικός είναι ο συνεχής διάλογος της Πολιτείας με τους θεσμοθετημένους εκπροσώπους της αγοράς, ώστε να αποφεύγονται αστοχίες και να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα για τις επιχειρήσεις και την οικονομία».