Με τον παγκόσμιο διάλογο για ένα συμπεριληπτικό περιβάλλον στο σχολείο να φουντώνει, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αναμένεται να προχωρήσει σε κάποιες διαρθρωτικές διαδικασίες, ύστερα από τη φετινή έκρηξη των αιτημάτων για παράλληλη στήριξη στα σχολεία.
Σχεδόν 20.000 εγκρίσεις έγιναν το τρέχον σχολικό έτος με στόχο τη στήριξη μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, ένας αριθμός υπερτριπλάσιος από αυτόν που είχε εγκριθεί πριν από οχτώ χρόνια. Το σχολικό έτος 2015-2016, τα αιτήματα δεν ξεπερνούσαν τις 5.000, όμως τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τόσα πολλά εργαλεία έγκαιρης διάγνωσης που οι ανάγκες των μαθητών πλέον εντοπίζονται πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι κάποια χρόνια πριν.
Πριν από λίγες ημέρες, καθηγητές του George Mason University στη Βιρτζίνια ήρθαν στην Ελλάδα για να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα κατάρτισης. Κατά την επίσκεψή τους υπεγράφη μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, του Πανεπιστημίου George Mason και του ACS Athens (American Community Schools), με την υποστήριξη της Πρεσβείας των ΗΠΑ.
Πρόκειται για μία συνεργατική πρωτοβουλία για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα επαγγελματικής ανάπτυξης για εκπαιδευτικούς σε όλες τις επίπεδα της Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Ο «Ε.Τ.» μίλησε μαζί τους για τις παγκόσμιες ανάγκες που έχουν προκύψει στην εκπαίδευση, τις νέες τάσεις, αλλά και τις προκλήσεις στα διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα.
«Μετά την πανδημία ήρθαν πολύ έντονα στο προσκήνιο τα ψυχικά προβλήματα, αλλά και αρκετές μαθησιακές ανάγκες. Ούτε εμείς στις ΗΠΑ ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο έχουν βρει τη χρυσή τομή για τη δημιουργία ενός συμπεριληπτικού περιβάλλοντος, όμως αξίζει να εξετάσουμε πώς μπορούμε στο μέλλον να δημιουργήσουμε κάτι τέτοιο», αναφέρει η Joan Kang Shin, καθηγήτρια στο GMU, υπογραμμίζοντας ότι το στίγμα σε μαθητές με μαθησιακές ανάγκες είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα που προσκρούει σε διαφορετικές κουλτούρες και στο φόβο των γονέων, αλλά θα πρέπει σταδιακά να εξαλειφθεί.
Στα ελληνικά δεδομένα, οι εργαζόμενοι στα κέντρα διάγνωσης, τα ΚΕΔΑΣΥ, έχουν να μοιραστούν πολλές ιστορίες γονέων που αρνούνται ότι το παιδί τους αντιμετωπίζει κάποιες μαθησιακές προκλήσεις, πολλές φορές δημιουργώντας σκηνές με αρκετή ένταση και θύματα τους ειδικούς που έχουν κάνει τη διάγνωση.
«Υπάρχει ο φόβος στους γονείς ότι ο μαθητής δεν θα έχει ισότιμες ευκαιρίες στη ζωή του. Αυτό προσπαθούμε να ανατρέψουμε. Το πρόβλημα ήταν πάντα εκεί, πλέον το αναγνωρίζουμε σε μεγαλύτερο εύρος και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό», εξηγεί ο κ. Jered Borup στον «Ε.Τ.».
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο σκεπτικισμός του υπουργείου Παιδείας σχετικά με το ύψος των εγκρίσεων των αιτημάτων παράλληλης στήριξης έχει να κάνει με το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που χρησιμοποιούν το θεσμό μέχρι και τη Β’ Λυκείου. «Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε μέρος της σχολικής κοινότητας τα παιδιά. Οτι το σύστημά μας έχει αποτύχει», ανέφερε σύμβουλος εκπαίδευσης στον «Ε.Τ.».
«Κλειδιά» η τεχνολογία και η επιμόρφωση εκπαιδευτικών
Για τους πανεπιστημιακούς του GMU, τα «κλειδιά» για ένα καλύτερο σχολικό περιβάλλον είναι η χρήση της τεχνολογίας και η διαρκής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
«Εχουμε δει πολλές φορές την τεχνολογία να μπαίνει μέσα στις τάξεις, αλλά να μην υπάρχουν εκπαιδευτικοί να την αξιοποιήσουν καταλλήλως. Κάποτε είχα γνωρίσει μία μαθήτρια η οποία δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Μας άκουγε, καταλάβαινε τα πάντα, όμως ήταν καθηλωμένη σε ένα καροτσάκι και δεν είχε τη δυνατότητα να μιλήσει. Χρησιμοποιήσαμε την τεχνολογία για να μπορεί να επικοινωνεί γραπτά με τον περίγυρό της. Και τότε ανακαλύψαμε πόσο καλά αντιλαμβανόταν τον κόσμο γύρω της και ότι μπορούσε να αποδώσει όπως κάθε άλλος μαθητής. Απλά έπρεπε να της προσφέρουμε τον τρόπο. Αυτό το περιβάλλον πρέπει να δώσουμε, ανάλογα με τις ανάγκες, στον κάθε μαθητή», αναφέρει ο Jered Borup.
Το υπουργείο Παιδείας έχει δεσμευτεί να φέρει την ψηφιακή αναβάθμιση στα σχολεία και να εκμεταλλευτεί την τεχνολογία, ώστε να πετύχει καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.
Στον τομέα της συμπερίληψης όμως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Τα άλλα ευρωπαϊκά συστήματα είναι ανομοιογενή. Γαλλία και Πορτογαλία βρίσκονται σε στάδιο συγκρότησης συμπεριληπτικών σχολείων, η Γερμανία συνεργάζεται με τον ιδιωτικό τομέα, στη Νορβηγία και τη Φινλανδία βαριές περιπτώσεις μαθητών φοιτούν σε γενικό σχολείο.
Η γεωμορφολογία της Ελλάδας κάνει ακόμα πιο σύνθετη μια εφαρμογή των παραπάνω συστημάτων, καθώς δεν υπάρχουν μεγάλα σχολικά συγκροτήματα και αρκετά σχολεία βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές.