Επειτα από μια δικαστική διαμάχη που μέτρα 8 χρόνια και δεκάδες μηνύσεις, αγωγές και ασφαλιστικά μέτρα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών καταλήγει με βούλευμά του στην παραπομπή σε δίκη του λογιστή της Στοάς για υπεξαίρεση ποσού που φτάνει τουλάχιστον τα 350.000 ευρώ και απαλλαγή των μελών των τότε διοικήσεων αλλά και μίας γραμματέως.
Ωστόσο, το έλλειμμα στα ταμεία υπολογίζεται μεταξύ 714.000 ευρώ και 1,9 εκατ. ευρώ και υπάρχει μια ακόμα ανοιχτή δικογραφία στην ανάκριση. Ειδικότερα, η 33η τακτική ανακρίτρια έχει στα χέρια της την υπόθεση του ελλείμματος στο «θησαυροφυλάκιο» της Μεγάλης Στοάς και ερευνά μέλη των τότε διοικήσεων για απιστία. Η ανάκριση βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο αφού σύμφωνα με πληροφορίες η δικαστική λειτουργός δεν έχει ακόμη ξεκινήσει να λαμβάνει καταθέσεις.
Στο εδώλιο του δικαστηρίου οδηγείται από την άλλη πλευρά ο πρώην λογιστής της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδας για την ίδια υπόθεση της «τρύπας» στο ταμείο, αλλά το ποσό που τον αφορά αγγίζει τα 350.000 ευρώ. Πρόκειται για ποσό που είχε αρχικά ομολογήσει, ενώ στη συνέχεια έκανε λόγο για πιέσεις που τον οδήγησαν σε ομολογία.
Τι λέει το βούλευμα
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα, ο λογιστής ενεργούσε κατά παρέκκλιση του κανονιστικού πλαισίου και υπό την ανοχή-έγκριση των αρμοδίων για τη διοίκηση και τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων του ιδρύματος και ως ταμίας.
«Ουσιαστικά, δεδομένης της σχέσης μεταξύ Μεγάλης Στοάς-Ιδρύματος-Σωματείου και της ύπαρξης εν τοις πράγμασι κοινού ταμείου, ο κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος για το λογιστήριο και των τριών οντοτήτων και ενεργούσε και ως ταμίας, κατά παρέκκλιση πάντα του κανονιστικού πλαισίου αλλά με γνώση των αρμοδίων», εξηγούν οι δικαστές και συμπληρώνουν: «οι υπό κρίση οντότητες (σ.σ.: «Μεγάλη Στοά», «Τεκτονικό Ιδρυμα» και «Τεκτονική Αδελφότητα») στην πράξη ήταν σε τέτοιο βαθμό αλληλένδετες που διοικούνταν κατά βάση από τα ίδια άτομα και είχαν ενιαίο ταμείο, ήτοι η περιουσία τους ήταν “de facto” υπό κοινή διαχείριση, ενώ απουσιάζει από τις οντότητες ένα αξιόπιστο σύστημα εσωτερικού ελέγχου, ικανού να διασφαλίσει ότι οι οικονομικές καταστάσεις τους ήταν απαλλαγμένες από ουσιώδη λάθη. Περαιτέρω, δεν διενεργούνταν εκ μέρους των αρμοδίων έλεγχοι του ταμείου, με συνέπεια να προκύψουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του πραγματικού ύψους των εσόδων με αυτά που απεικονίζονταν στους απολογισμούς τους για το υπό κρίση χρονικό διάστημα».
Στο βούλευμα γίνεται χρήση της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με την οποία οι τρεις οντότητες λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία στο επίπεδο των ατόμων της διοίκησης, ενώ η γενικότερη αντίληψη των «δεσμών σχέσης και εμπιστοσύνης μεταξύ αδελφών» επηρέασε και καθόρισε τον τρόπο λειτουργίας τους. Κατά το βούλευμα, τις παραπάνω αδυναμίες του συστήματος, αλλά και την εμπιστοσύνη που απολάμβανε ο ίδιος, εκμεταλλεύτηκε ο λογιστής αλλάζοντας, μάλιστα, από το έτος 2009 το σύστημα παρακολούθησης των λογιστικών εγγράφων (είσπραξης, πληρωμών, εσόδων-εξόδων) από διπλογραφικό σε απλογραφικό, γεγονός που του παρείχε τη δυνατότητα να καλύπτει τεχνηέντως τη χωρίς έγκριση ή συναίνεση ανάληψη εκ μέρους του του ποσού των 350.000 ευρώ, το οποίο ο ίδιος παραδέχθηκε ότι ανέλαβε.
«Η πράξη του, δε, αυτή στοιχειοθετεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση τελεσθέντος, καθώς ο ίδιος είχε στην κατοχή του το ως άνω συνολικό ποσό κατά το χρονικό διάστημα 2007-2015, λόγω της ιδιότητάς του ως λογιστή και “de facto” ταμία του εν τοις πράγμασι κοινού ταμείου των οντοτήτων “Τεκτονικό ίδρυμα”, “Μεγάλη Στοά της Ελλάδας”, “Τεκτονική Αδελφότητα’”» αναφέρουν οι δικαστές.
Δυσκολία εξακρίβωσης
Το ακριβές ποσό που έκανε… φτερά από το ταμείο ποικίλλει ανάμεσα στους ορκωτούς λογιστές, τον τεχνικό σύμβουλο και τον δικαστικό πραγματογνώμονα. «Ο θησαυροφύλακας και ταμίας του Σωματείου κατάθεσε ότι οι σχέσεις μεταξύ των οντοτήτων είναι τόσο πολύπλοκες που είναι αδύνατο με ακρίβεια να υπολογίσει κανείς τι υπεξαιρέθηκε από τον κατηγορούμενο και τι αποτελεί λογιστική διαφορά, ενώ ο Μεγάλος Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς απάντησε σε σχετική ερώτηση του ανακριτή ότι δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι όλο το ποσό του ελλείμματος που προέκυψε από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη είναι προϊόν κλοπής, ενώ θεωρεί ότι η εκταμίευση είναι πολύ μικρότερη».
Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Η ομολογία υπεξαίρεσης 350.000 ευρώ και το υπόμνημα για πιέσεις και απειλές
Ο κατηγορούμενος λογιστής, όπως εξηγούν ο δικαστές, έχει παραδεχθεί εγγράφως ότι υπεξαίρεσε το ποσό των 350.000 ευρώ, ενώ «η αντιμετώπιση του ταμείου των οντοτήτων ως κοινού και η έλλειψη επαρκών ελεγκτικών μηχανισμών είχε ως αποτέλεσμα να μη γίνεται ορθή διαχείριση, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί τεράστιο έλλειμμα πέραν των ήδη αναφερθέντων 350.000 ευρώ, για το οποίο από τις περαιτέρω ανακριτικές ενέργειες δεν προέκυψαν ενδείξεις ότι οφείλεται και αυτό σε υπεξαίρεση από τον πρώτο κατηγορούμενο…».
Βέβαια, ο λογιστής στο απολογητικό του υπόμνημα άλλαξε στάση σχετικά με την υπεξαίρεση των χρημάτων και υποστήριξε ότι η αρχική ομολογία του περί υπεξαίρεσης συνολικού ποσού 350.000 ευρώ έγινε υπό πίεση και απειλές.
Ωστόσο, οι δικαστές δεν πείστηκαν από τους ισχυρισμούς του σημειώνοντας πως «όταν του ζητήθηκε να ετοιμαστεί τον Σεπτέμβριο του 2015 για έλεγχο της εξελεγκτικής επιτροπής επικαλείτο διάφορα κωλύματα με συνέπεια να αναβάλλεται ο έλεγχος, ενώ εύρισκε διάφορες δικαιολογίες για να μη δώσει τα στοιχεία που έπρεπε στην εξελεγκτική επιτροπή προκειμένου να διενεργήσει αυτή έλεγχο. Η επίκληση, δε, κωλυμάτων για διενέργεια ελέγχου αποτελεί στοιχείο επιβαρυντικό, που σε συνδυασμό με τα λοιπά αναφερόμενα γεγονότα ενισχύει τις ενδείξεις σε βάρος του».
Απαλλαγή για τη γραμματέα
Απαλλακτικό ήταν το σκέλος του βουλεύματος που αφορά στη γραμματέα της Μεγάλης Στοάς, η οποία είχε υπογράψει ότι οφείλει 28.000 ευρώ. Η γυναίκα ενεπλάκη στην υπόθεση καθώς αρχικά ο λογιστής είχε ισχυριστεί ότι από τα 350.000 που είχε υπεξαιρέσει, ηθικός αυτουργός για τα 200.000 από αυτά ήταν η γραμματέας, η οποία του έλεγε πως είχε ανάγκη τα χρήματα. «Η ίδια παραδέχεται ότι είχε λάβει το ποσό των 28.000 ευρώ ως δάνεια τα οποία κάλυπτε από κρατήσεις του μισθού της και τα οποία έχαιραν της έγκρισης των εκάστοτε προέδρων της Στοάς, θεωρεί δε ότι ενεπλάκη στην υπόθεση λόγω σκευωρίας σε βάρος άλλου μέλους» αναφέρεται στο βούλευμα, με τους δικαστές να κάνουν λόγο για ισχνές και όχι σοβαρές ενδείξεις, ενώ ο βασικός κατηγορούμενος στην απολογία του την απάλλαξε πλήρως από την υπόθεση.