Τις απαντήσεις σε αυτές και σε εκατοντάδες ακόμα ερωτήσεις μπορεί κανείς να βρει στον «Ατλαντα των νησιών», ψηφιακή βιβλιοθήκη των ελληνικών νησιών που δημιούργησαν οι καθηγητές Μ. Βαΐτης, Θ. Κίζος και Γ. Σπιλάνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου σε συνεργασία με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία.
Τα 80 κατοικημένα ελληνικά νησιά από τα συνολικά 114 λειτούργησαν ως βάση δεδομένων. Συγκεντρώθηκαν και τέθηκαν σε επεξεργασία όλοι οι βασικοί τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Τα στοιχεία προέρχονται κυρίως από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. αλλά και άλλες ελληνικές και ευρωπαϊκές πηγές. Ο «Ατλας» φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο του εργαλείου τεκμηρίωσης για να χαραχτούν αναπτυξιακές πολιτικές τόσο σε επίπεδο χώρας (νησιωτική πολιτική) όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Βέβαια τα δεδομένα (με τις ελλείψεις που έχουν και θα έχουν) από μόνα τους δεν επαρκούν. Το Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχει επεξεργαστεί αναπτυξιακή στρατηγική για τον ελληνικό νησιωτικό χώρο αξιοποιώντας την ελληνική και δι- εθνή εμπειρία και ενασχόληση με το θέμα από το 1992.
Η μακροχρόνια εξέλιξη του συ- νολικού πληθυσμού αντανακλά το δυναμισμό της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας. Την 60ετία από το 1951 μέχρι την πρόσφατη απογρα- φή του 2011, η Ελλάδα συνολικά έχει καταγράψει αύξηση πληθυσμού κατά 41,7% που ήταν υψηλότερη κατά την πρώτη 30ετία (27,6% την περίοδο 1951-1981) εξαιτίας των ιδιαίτερα θετικών δημογραφικών εξελίξεων την ίδια περίοδο παρά τη σημαντική εξωτερική μετανάστευ- ση. Η αύξηση αυτή είναι μικρότερη την επόμενη τριακονταετία (11,1% την περίοδο 1981-2011), παρά την εισροή μεταναστών μετά το 1990, εξαιτίας της σημαντικής μείωσης των γεννήσεων που έχει οδηγήσει σε μηδενική φυσική κίνηση. Οσον αφορά στις εξελίξεις στη νησιωτική Ελλάδα, γενικά, και με την εξαίρεση των λίγων νησιών που καταγράφουν αύξηση του πληθυσμού συνεχώς, η περίοδος 1951-1981 μπορεί να χαρακτηρι- στεί ως μια περίοδος πολύ σημα- ντικής πληθυσμιακής μείωσης για τα νησιά, ιδιαίτερα για τα μικρότερα από αυτά, αν και πολλά μεγαλύτερα νησιά έχασαν επίσης πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους (π.χ. Λέ- σβος, Χίος, Σάμος).
Οι απώλειες εντοπίζονται σε νέους που μετακινήθηκαν είτε σε με- γάλα ηπειρωτικά κέντρα (σπανιότε- ρα σε γειτονικά μεγαλύτερα νησιά) είτε στο εξωτερικό. Από το 1981 και έπειτα, ο πληθυσμός αρχικά σταθε- ροποιείται και στη συνέχεια αυξάνεται λιγότερο ή περισσότερο ως το 2001 και παρουσιάζει μικτές τάσεις (μικρή αύξηση αλλά και μείωση σε πολλά νησιά) την επόμενη δεκαετία. Ο τουρισμός και η αναβάθμιση υπηρεσιών κάνει κάποια νησιά ξανά ελκυστικά αντιστρέφοντας σε πολλές περιπτώσεις τα αρνητικά νούμερα. Έτσι, μόνο σε ένα νομό, αυτόν της Δωδεκανήσου, καταγράφεται συνολική αύξηση πληθυσμού υψηλότερη από αυτή της χώρας την περίοδο 1951-2011 (57,2%) και σε 12 από τα 80 νησιά της χώρας. Από τα 12 αυτά νησιά, τα 5 χαρακτηρίζονται από σημαντική έντονη τουριστική ανάπτυξη για αρκετές δεκαετίες (Μύκονος, Ρόδος, Κως, Θήρα και Πάρος), 3 νησιά είναι στον Αργοσαρωνικό και επηρεάστηκαν από την αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα (Σαλαμίνα, Αίγινα και Αγκίστρι), ενώ τα υπόλοιπα 4 (Αλόννησος, Σκιάθος, Ελαφόνησος και Αντίπαρος) κατέγραψαν αρχικά μείωση πληθυσμού κατά την πρώτη 30ετία και πολύ υψηλή αύξηση στη συνέχεια εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης.
Λέσβος
Μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση στο σύνολο της περιόδου κατέγραψαν 7 νομοί, με το Νομό Λέσβου να καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση (-33%) και το Νομό Κέρκυρας τη μικρότερη (-1%). Μείωση κατέγραψαν και 55 νησιά, που ήταν ιδιαίτερα υψηλή κατά την πρώτη περίοδο, ενώ 22 από αυτά, κυρίως μικρά και απομονωμένα, έχασαν το 1/3 του πληθυσμού τους. Στη συντριπτική τους, όμως, πλειοψηφία τα μικρά και μεσαία νησιά υπέφεραν από την υψηλή απομόνωση. Ενδεικτικά, Μεγανήσι, Τριζόνια, Οθωνοί, Κάλαμος, Αντικύθηρα, Κίμωλος, Σίκινος, Μαθράκι και Ερεί- κουσα από τα μικρά. Τέλος, από τα μεσαία και μεγάλα νησιά η Ικαρία (24ο σε μέγεθος νησί), η Λήμνος (15ο), η Σύρος (13ο), η Λευκάδα (12ο), η Σάμος (11ο), η Κεφαλλονιά (9ο), η Σαλαμίνα (8ο), η Χίος (6ο), η Λέσβος (5ο) και η Κέρκυρα (4ο) σημειώνουν αρνητικά νούμερα στη φυσική κίνηση, η οποία εκφράζει το ρυθμό αντικατάστασης ενός πληθυσμού.
Οπως εξηγεί ο καθηγητής Γιάννης Σπιλάνης στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, «η ανάλυση και εξήγηση στατιστικών δεδομένων με βάση τις γενικές τάσεις -ειδικά για τόσο μικρές περιοχές όπως είναι τα νησιά- δεν μπορεί πάντα να είναι ασφαλής, δεδομένου ότι μπορεί ειδικά γεγονότα τοπικού χαρακτήρα να έχουν επηρεάσει τις εξελίξεις». Συνολικά οι αυξήσεις του πληθυσμού στα νησιά οφείλονται σε ένα συνδυασμό ανάκαμψης των γεννήσεων σε σχέση με την προ του 1981 περίοδο και σημαντικής ροής μεταναστών κυρίως αλλοδαπών που συχνά ξεπερνούν το 20% του συνολικού πληθυσμού.
Λέσβος και Κέρκυρα, παρά το μέγεθός τους, ακολούθησαν την πορεία των περισσότερων νησιών από το 1951 και μετά. Στην Κέρκυρα, την αρχική μείωση του πληθυσμού (μέχρι το 1971) ακολούθησε σημαντική ανάκαμψη εξαιτίας της τουριστικής ανάπτυξης. Εφτασε έτσι περίπου στον πληθυσμό της αρχής της περιόδου, παρά τη μείωση τις τελευταίας δεκαετίας.
Αντίθετα, στη Λέσβο η μείωση ήταν ισχυρότερη και με μεγαλύτερη διάρκεια (μέχρι το 1991), ενώ και η συνέχεια δεν ήταν ιδιαίτερα θετική. Αλλωστε η οικονομία της Λέσβου δεν γνώρισε την ανάπτυξη κάποιας οικονομικής δραστηριότητας όπως του τουρισμού για να αντικαταστήσει τις σημαντικές απώλειες κυρίως στον πρωτογενή και δευτερευόντως στο δευτερογενή τομέα, που συρρικνώθηκαν.
Την ίδια στιγμή στη Λέσβο σημειώνεται ένα ακόμα ρεκόρ. Ο δημόσιος τομέας έχει παρουσία στο νησί κατά 35%, μεγαλύτερο και από το Ηράκλειο, την 4η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Σύμφωνα με τον κ. Σπιλάνη, η παρουσία υψηλού ποσοστού υπαλλήλων του δημόσιου τομέα παρουσιάζεται στη Λέσβο λόγω της σχετικής μείωσης των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα! Τη στιγμή που από το 1981 και έπειτα τα νησιά καταγράφουν μικρά βήματα ανανέωσης των πληθυσμών τους, η Τήλος κάνει άλματα. Σύμφωνα με τον κ. Σπιλάνη, «η γενική (εθνική και περιφερειακή) αντιστροφή της τάσης μετά το 1981 στην Τήλο φαίνεται ότι ενισχύθηκε από την ιδιαίτερη πολιτική που άσκησε στο νησί ο τότε δήμαρχος Τ. Αλιφέρης, που φαίνεται να πέτυχε τη βελτίωση της ελκυστικότητας του νησιού του σε κρίσιμα θέματα παροχής υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος όπως Υγεία, Παιδεία, μεταφορές, αλλά και θέματα ποιότητας ζωής γενικότερα, με αποτέλεσμα να υπάρξει πληθυσμιακή συγκράτηση και αναστροφή. Είναι αυτό που ονομάζουμε ελκυστικότητα ενός τόπου, δηλαδή την ικανότητά του να συγκρατεί υπάρχουσες δραστηριότητες και υφιστάμενο πληθυσμό και να δημιουργεί νέο θετικό ρεύμα».
Λειψοί
Και όμως και στους Λειψούς η συμβολή ενός ανθρώπου, του πρώην δημάρχου Β. Σπύρου, ήταν καταλυτική ώστε να αντιστρέψει το πρόβλημα των μειωμένων γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους που ισχύει στα περισσότερα μικρά και μεσαία νησιά. Οι Λειψοί το 1981- 2011 είδαν αύξηση στον πληθυσμό τους άνω του 25%.
Ο τουρισμός κάνει κακό στη… μάθηση
Σύμφωνα με τα στοιχεία του «Ατλαντα», η Περιφέρεια Ν. Αιγαίου σημειώνει τη χαμηλότερη επίδοση (10,9%) -που είναι και η χειρότερη σε επίπεδο χώρας- σε σχέση με τους νησιώτες που έχουν ολοκληρώσει την Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση. Οπως εξηγεί ο κ. Σπιλάνης, το φαινόμενο του χαμηλού επιπέδου στην Περιφέρεια Ν. Αιγαίου έχει δύο αιτίες.
Η πρώτη αφορά γενικά στο νησιωτικό χώρο και την ιδιαιτερότητα που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων όλων των ευρωπαϊκών νησιωτικών περιφερειών σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη, ακόμη και των ιδιαίτερα μεγάλων σε έκταση και με εκατομμύρια κατοίκους νησιών, όπως η Σικελία, η Σαρδηνία, τα Κανάρια και οι Βαλεαρίδες και με παρουσία πανεπιστήμιου εδώ και πολλές δεκαετίες ή και εκατονταετίες. Η δεύτερη αφορά ειδικά στις ιδιαίτερα ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές, όπως το Ν. Αιγαίο και οι Βαλεαρίδες ή τα Κανάρια και η Μαδέιρα. Στις περιοχές αυτές η εύκολη εύρεση κερδοφόρας απασχόλησης στον τουρισμό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις ή αρκεί η Δευτεροβάθμια ή μεταλυκειακή τύπου ΙΕΚ Εκπαίδευση για ενασχόληση με τα επαγγέλματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον τουρισμό, όπως το εμπόριο και οι κατασκευές.
Ακόμη και επαγγέλματα που μπορεί να είναι πολύ υψηλά αμειβόμενα (μάγειρας) δεν χρειάζονται σπουδές Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης. Άλλωστε, από τις έρευνες που γίνονται σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (ακόμη και σε αυτές που είναι σχετικά μεγάλες με μορφή Α.Ε.), προτιμούνται εργαζόμενοι «χαμηλών τυπικών προσόντων». Γενικότερα, η δομή των οικονομιών των νησιών βασίζεται μέχρι σήμερα σε δραστηριότητες χαμηλής εξειδίκευσης (τουρισμός, εμπόριο, κατασκευές, αγροδιατροφή), με συνέπεια όποιος θέλει να μείνει στο νησί να μην έχει κίνητρο να σπουδάσει και όποιος σπουδάσει να μην έχει κίνητρο να μείνει.
Οι Φούρνοι κράτησαν τον κόσμο τους, υψηλές οι γεννήσεις στην Κάλυμνο
«Ένα παράδειγμα αφορά στην πληθυσμιακή εξέλιξη των Φούρνων την περίοδο 1951- 1981. Πώς είναι δυνατόν ένα μικρό, ιδιαίτερα απομονωμένο και παραμεθόριο νησί να έχει αύξηση πληθυσμού ερχόμενο σε αντίθεση με το γενικό “ρεύμα”; Φαίνεται ότι η εξήγηση βρίσκεται σε δύο παράγοντες: ο πρώτος αφορά στην ύπαρξη ισχυρής και κερδοφόρας αλιείας που συγκράτησε τον πληθυσμό (γεγονός που επιβεβαιώνει ότι αν για οποιονδήποτε λόγο υπάρχει “ελκυστική” οικονομική δραστηριότητα οι εξελίξεις είναι θετικές) και ο δεύτερος πρέπει να οφείλεται στους ισχυρούς δεσμούς των Φουρνιωτών με το νησί τους που δρα συμπληρωματικά» εξηγεί ο καθηγητής.
Μαζί με τους Φούρνους και η Κάλυμνος σημειώνει μεγάλη αύξηση στα ποσοστά των ακαθάριστης γεννητικότητας. «Η Κάλυμνος, όπως και σε ένα βαθμό οι Φούρνοι, λόγω της αλιείας (και της σπογγαλιείας ιδιαίτερα) κράτησαν έναν δυναμικό (νεανικό) πληθυσμό. Στην Κάλυμνο, όμως, φαίνεται να υπάρχει και μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα: η ύπαρξη δύο με- γάλων κοινοτήτων Καλύμνιων σφουγγαράδων στις ΗΠΑ και στην Αυστραλία που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την πατρίδα και σε οικονομικό επίπεδο, ενισχύοντας τα μέλη των οικογενειών που έμειναν στο νησί. Αυτό φαίνεται να εξηγεί το “δυναμισμό” που αναφέραμε προηγούμενα, που εκ πρώτης όψης δεν εξηγείται από την ανάλυση των οικονομικών δεδομένων του νησιού».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής