Συγκεκριμένα το ΣτΕ έκρινε αντίθετο με το Σύνταγμα το άρθρο 23 του νόμου 4061/2012, με το σκεπτικό πως παραβιάζονται «οι αναγνωρισμένες από το Σύνταγμα αρχές της ισότητας των πολιτών και του Κράτους Δικαίου, καθώς επιβραβεύουν τους καταπατητές της δημόσιας περιουσίας, παρέχοντάς τους έτσι το δικαίωμα να αποκτήσουν νόμιμο τίτλο κυριότητας». Οι μόνες προϋποθέσεις που έθετε η εν λόγω διάταξη ήταν ο καταπατητής δημόσιας γης να αποδεικνύει την κατοχή του χώρου πριν από την 5.6.1993 και η επιφάνειά του να μην υπερβαίνει τα 10 στρέμματα. Το τίμημα εξαγοράς των κατεχόμενων ακινήτων που όριζε η διάταξη -που πλέον κρίθηκε αντισυνταγματική- ήταν στο ύψος της αντικειμενικής τους αξίας. Σε περιοχές που δεν ίσχυε το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, το τίμημα βάσει της διάταξης καθοριζόταν από την αγοραία αξία των ακινήτων. Παράλληλα, αν ο ενδιαφερόμενος είναι κατ’ επάγγελμα αγρότης και ασκεί αγροτική χρήση στο ακίνητο, το τίμημα εξαγοράς έφτανε και το 1/3 της αντικειμενικής αξίας του ή το 1/3 της αγοραίας αξίας.
Μάλιστα, υπήρχε η δυνατότητα το τίμημα να καταβάλλεται σε τέσσερις εξαμηνιαίες άτοκες δόσεις, ακόμη και σε ακίνητα που δεν βρίσκονται εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Τέλος, στην εξαγορά των καταπατημένων εκτάσεων, ο νόμος έδινε και έκπτωση 10% εφόσον το τίμημα καταβαλλόταν εφάπαξ.
Οπως ανακοίνωσε χθες το Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόφαση που βάζει τέλος στην πρακτική νομιμοποιήσεων δημόσιων εκτάσεων είναι η υπ’ αριθμόν 709/2020 απόφαση του ΣτΕ. Οπως αναφέρεται στην απόφαση, οι ρυθμίσεις του άρθρου 23 του ν. 4061/2012, που αφορούν τα της διαχείρισης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, «αποσυνδέουν το δικαίωμα εξαγοράς των δημόσιων εκτάσεων από πρόσωπα τα οποία δικαιούνται αποκατάσταση».
Οι σύμβουλοι της Επικρατείας σημειώνουν επίσης πως κατά το παρελθόν (1951 και 1977) ίσχυαν αντίστοιχοι νόμοι, οι οποίοι όμως έθεταν πολύ πιο αυστηρά κριτήρια για την εξαγορά ακινήτων. Π.χ., εάν επρόκειτο για γεωργική έκταση απαιτείτο η συστηματική καλλιέργειά της, ενώ εάν επρόκειτο για πρόσωπο που είχε το δικαίωμα αποκατάστασης, έπρεπε κατά κύριο επάγγελμα να είναι γεωργός. Παράλληλα, οι νόμοι εκείνοι είχαν «γνήσιο αποκαταστατικό σκοπό» ενώ παράλληλα στους παλιότερους νόμους υπήρχε διάκριση μεταξύ αστικών και αγροτικών ακινήτων, κάτι που με το επίμαχο νομοθετικό πλαίσιο του 2012 δεν ισχύει, αλλά αντίθετα εξομοιώνονται ανόμοιες μεταξύ τους καταστάσεις (που πρέπει από το νομοθέτη να διαχειρίζονται με διαφορετικό τρόπο), κάτι το οποίο όμως δεν είναι ανεκτό από τις συνταγματικές επιταγές, όπως έκρινε το ΣτΕ.